Το γλωσσικό ζήτημα
Στην κλασσική Ελλάδα η
ελληνική γλώσσα ήταν στοιχείο που σήμαινε πολιτιστική ανωτερότητα. Ο όρος
«Βάρβαρος», που απέδιδε το ακατάληπτο των ξένων γλωσσών, περιόριζε τους ξένους
σε μια αρνητική μερικότητα, από την οποία, χωρίς τη χρήση της ελληνικής
γλώσσας, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Η επέκταση του Ελληνισμού μέσω των
κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκανε την ελληνική γλώσσα να ομιλείτο σε
έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο, από την κεντρική Μεσόγειο μέχρι τη Βακτριανή. Ωστόσο,
επειδή χρησιμοποιείτο και στις εμπορικές συναλλαγές, στη λογοτεχνία, στη
διπλωματία, στην επιστήμη και αλλού, από ένα ανομοιογενές πληθυσμιακό σύνολο
και σε πολλές και απομακρυσμένες περιοχές, πήρε μια νέα απλοποιημένη μορφή, που
σήμερα ονομάζουμε ελληνιστική κοινή, αφήνοντας την αττική διάλεκτο να έχει
τη θέση μιας διοικητικής μόνο γλώσσας.
Μέγας Αλέξανδρος |
Η οικουμενικότητα αυτής της ελληνιστικής κοινής από τη μία και η ρωμαϊκή κατάκτηση αργότερα από την άλλη, άμβλυναν το απλουστευτικό σχήμα του ανώτερου Έλληνα και του κατώτερου Βαρβάρου. Σε αυτή την κοινή γλώσσα εξάλλου συγγράφουν φιλόσοφοι, ιστορικοί, επιστήμονες. Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν επέβαλε τα λατινικά. Σε όλο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας τα ελληνικά επικρατούσαν. Η πλειοψηφία των μορφωμένων και φιλόδοξων ρωμαίων θέλγονταν από την ελληνομάθεια και πολύ συχνά ήταν δίγλωσσοι. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα πλήθος παιδαγωγών μορφώνουν τους γόνους των πλούσιων ρωμαίων. Επίσης και το πλήθος των απλών ανθρώπων καταλάβαινε αρκετά από την ελληνιστική κοινή. Το πλήθος των αιχμαλώτων δούλων από τις ανατολικές επαρχίες, που γνώριζαν την ελληνική, διέδωσαν τη γλώσσα τους. Στις ανατολικές περιοχές η λατινική γλώσσα δεν διαδίδεται στον ίδιο βαθμό. Πολλοί λίγοι μιλούν λατινικά. Έτσι ακόμα και οι άνθρωποι που έφταναν εκεί υφίσταντο ένα γλωσσικό εξελληνισμό.
Τα πολιτιστικά πρωτεία κατακτώνται
σταδιακά από ανατολικότερες περιοχές όπως η Ρόδος , η Σμύρνη και η Έφεσος. Εδώ,
η μόδα του ασιανισμού, μια προσπάθεια μίμησης του ρητορικού λόγου της κλασσικής
περιόδου, με τη χρήση όμως της κοινής γλώσσας, με στοιχεία εντυπωσιασμού, χωρίς
όμως να αποτελεί λόγο πρόσφορο για στοχασμό ή ανάλυση, θεωρήθηκε από πλήθος
διανοητών ως πνευματική παρακμή.