Αναγνώστες

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2019

Το γλωσσικό ζήτημα

Στην κλασσική Ελλάδα η ελληνική γλώσσα ήταν στοιχείο που σήμαινε πολιτιστική ανωτερότητα. Ο όρος «Βάρβαρος», που απέδιδε το ακατάληπτο των ξένων γλωσσών, περιόριζε τους ξένους σε μια αρνητική μερικότητα, από την οποία, χωρίς τη χρήση της ελληνικής γλώσσας, δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν. Η επέκταση του Ελληνισμού μέσω των κατακτήσεων του Μεγάλου Αλεξάνδρου έκανε την ελληνική γλώσσα να ομιλείτο σε έναν τεράστιο γεωγραφικό χώρο, από την κεντρική Μεσόγειο μέχρι τη Βακτριανή. Ωστόσο, επειδή χρησιμοποιείτο και στις εμπορικές συναλλαγές, στη λογοτεχνία, στη διπλωματία, στην επιστήμη και αλλού, από ένα ανομοιογενές πληθυσμιακό σύνολο και σε πολλές και απομακρυσμένες περιοχές, πήρε μια νέα απλοποιημένη μορφή, που σήμερα ονομάζουμε ελληνιστική κοινή, αφήνοντας την αττική διάλεκτο να έχει τη θέση μιας διοικητικής μόνο γλώσσας. 

Μέγας Αλέξανδρος
Η ελληνιστική κοινή δεν θα μείνει ένα προφορικό ιδίωμα, αλλά θα επικρατήσει και στον γραπτό λόγο, χωρίς όμως να είναι ίδια σε όλη την γεωγραφική περιοχή όπου ομιλείτο. Η διαμόρφωση και η εδραίωση της κοινής είναι ένα κομβικό σημείο, όπου η πολυμορφία των αρχαίων ελληνικών διαλέκτων συνενώθηκε σε μια κοινή, πιο απλή γλώσσα και οριοθέτησε το πλαίσιο, μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε και η νέα ελληνική γλώσσα. Οι σημαντικότερες αλλαγές από την αττική διάλεκτο αφορούν τη φωνολογία, τη μορφολογία και η σύνταξη ενώ κάποιες λέξεις αλλάζουν ή απορρίπτονται. Τον 2ο π.Χ. αιώνα ο Αρίσταρχος από τη Σαμοθράκη επινοεί τον τονισμό των λέξεων και τα σημεία στίξης.
Η οικουμενικότητα αυτής της ελληνιστικής κοινής από τη μία και η ρωμαϊκή κατάκτηση αργότερα από την άλλη, άμβλυναν το απλουστευτικό σχήμα του ανώτερου Έλληνα και του κατώτερου Βαρβάρου. Σε αυτή την κοινή γλώσσα εξάλλου συγγράφουν φιλόσοφοι, ιστορικοί, επιστήμονες. Η ρωμαϊκή κατάκτηση δεν επέβαλε τα λατινικά. Σε όλο το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας τα ελληνικά επικρατούσαν. Η πλειοψηφία των μορφωμένων και φιλόδοξων ρωμαίων θέλγονταν από την ελληνομάθεια και πολύ συχνά ήταν δίγλωσσοι. Από τον 3ο π.Χ. αιώνα πλήθος παιδαγωγών μορφώνουν τους γόνους των πλούσιων ρωμαίων. Επίσης και το πλήθος των απλών ανθρώπων καταλάβαινε αρκετά από την ελληνιστική κοινή. Το πλήθος των αιχμαλώτων δούλων από τις ανατολικές επαρχίες, που γνώριζαν την ελληνική, διέδωσαν τη γλώσσα τους. Στις ανατολικές περιοχές η λατινική γλώσσα δεν διαδίδεται στον ίδιο βαθμό. Πολλοί λίγοι μιλούν λατινικά. Έτσι ακόμα και οι άνθρωποι που έφταναν εκεί υφίσταντο ένα γλωσσικό εξελληνισμό.


Τα πολιτιστικά πρωτεία κατακτώνται σταδιακά από ανατολικότερες περιοχές όπως η Ρόδος , η Σμύρνη και η Έφεσος. Εδώ, η μόδα του ασιανισμού, μια προσπάθεια μίμησης του ρητορικού λόγου της κλασσικής περιόδου, με τη χρήση όμως της κοινής γλώσσας, με στοιχεία εντυπωσιασμού, χωρίς όμως να αποτελεί λόγο πρόσφορο για στοχασμό ή ανάλυση, θεωρήθηκε από πλήθος διανοητών ως πνευματική παρακμή.


Οκταβιανός Αύγουστος
Ο αττικισμός ήταν μια προσπάθεια γλωσσικής συμμόρφωσης προς την αττική διάλεκτο όχι μόνο ως αντίδοτο στην τάση του ασιανισμού αλλά και της κοινής γλώσσας γενικότερα, την οποία οι αττικιστές θεωρούσαν αντίπαλο της καθαρότητας του ελληνικού λόγου. Κάποια πρώιμη δραστηριότητα εμφανίζεται το 2ο π.Χ. αιώνα με τα λεξικά του Κράτηρα Μαλώτη , Δημητρίου Ιξίωνα και Φιλήμονα του Αθηναίου, όμως η κύρια εμφάνισή του τοποθετείται λίγο πριν το τέλος του 1ου π.Χ. αιώνα, ως μια λογοτεχνική επανάσταση, κι ακμάζει από το τέλος του 1ου μ.Χ. αιώνα ως τις αρχές του 3ου . Αττικιστικές ρητορικές σχολές ιδρύθηκαν, όπως αυτή από τον Απολλόδωρο τον Περγαμηνό στη Ρώμη με μαθητή, μεταξύ άλλων, και τον αυτοκράτορα  Αύγουστο, ενώ μεγάλες μορφές όπως ο Ηρώδης ο Αττικός, ή ο Πολέμων πειθαρχούν στα αττικιστικά πρότυπα. 
Στην προώθησή του αττικισμού συνέβαλαν τόσο ο Αύγουστος, όσο κι ο διάδοχός του Τιβέριος. Η αντίφαση ότι ο αττικισμός, η ανύψωση δηλαδή μέσω της γλώσσας ενός κατεκτημένου λαού, βοηθιέται από τον ρωμαίο κατακτητή, εξηγείται από την στενή κι αμφίδρομη σχέση του Αυγούστου με τον αττικισμό. Ο Αύγουστος, εκτός από τις σπουδές του, λέγεται ότι ξεψύχησε λέγοντας ένα στοίχο το Μενάνδρου, ενώ ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς εκθείαζε τον Αύγουστο και δικαιολογούσε την ρωμαϊκή κατάκτηση. Επί Τιβερίου, αυτοκράτορα με επίσης κλασσική αττικιστική ιδρύθηκαν ακόμα περισσότερες σχολές του είδους.

Ηρώδης ο Αττικός
Ο αττικισμός κορυφώνεται καθώς η ανάπτυξη του 2ου μ.Χ. αιώνα φέρνει στο προσκήνιο μια χαμένη εθνική υπερηφάνεια, που αναζητά τις ρίζες της στο κλέος της κλασσικής εποχής, με τον αττικισμό στο λόγο και τον κλασικισμό στην τέχνη. Στον αττικισμό προσχώρησε η πλειοψηφία των τότε διανοουμένων. Αν ο Πολύβιος ή ο Διόδωρος χρησιμοποιούσαν μια λόγια μορφή της κοινής, τώρα ο Ηρώδης ο Αττικός ή ο Αίλιος Αριστείδης μιμούνται τους κλασσικούς αττικούς συγγραφείς.

Δημιουργήθηκαν κάποιοι μιμητικοί κανόνες που λειτούργησαν ως αρχή στη λογοτεχνική δημιουργία, όπως γράφει στο «περί ύφους» ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς ή στον «κανόνα των δέκα ρητόρων» ο Απολλόδωρος. Ωστόσο, η προσήλωση στους κανόνες δεν ήταν σταθερή και οι διανοούμενοι του αττικισμού θα μπορούσαν να θεωρηθούν ιδιόλεκτοι συγγραφείς. Σαν παρατήρηση όμως η προσήλωση στα αττικά πρότυπα γίνεται ολοένα και πιστότερη από το 1ο π.Χ. αιώνα μέχρι τον 3ο μ.Χ. 


Ένα περίεργο στοιχείο είναι ότι στη ρητορική η ο αττικισμός θριαμβεύει, παρόλο που το κοινό των ρητόρων ακούει μια γλώσσα εγκαταλελειμμένη για μισή χιλιετία. Οι διαλέξεις των ρητόρων του αττικισμού όταν απάγγελλαν πανηγυρικούς ή επαινετικούς λόγους συγκέντρωναν το θαυμασμό του πλήθους, των μορφωμένων και των αρχόντων, οι οποίοι θεωρούσαν στίγμα το να είναι ανελλήνιστοι («έμαθ΄ επάνω κάτω σαν τους Έλληνες να φέρεται· κ΄έτρεμεν η ψυχή του μη τυχόν χαλάσει την καλούτσικη εντύπωσι...» Καβάφης, «Ηγεμών εκ δυτικής Λιβύης»).

Η στροφή στον αττικισμό δημιούργησε μια διγλωσσία, την αττική διάλεκτο για τη διανόηση και την ελληνιστική κοινή για τον απλό λαό, διγλωσσία που με διαφορετική μορφή θα συντροφεύσει το ελληνικό έθνος μέχρι και τον 20ο αιώνα. Εδώ καταγράφονται και οι πρώτοι προβληματισμοί σχετικά με το αν αυτή η στροφή ευεργετεί ή όχι στην παίδευση των Ελλήνων. Ο Πλούταρχος παρατηρεί: «Ποιο το κέρδος από τον αττικισμό, όταν τα λόγια είναι σαν σκεπασμένα από σκοτάδι και χρειάζονται άλλων την παρέμβαση για να βγουν στο φως;». Ο Λουκιανός το σατιρίζει: «Πρέπει πρώτα και προπάντων να φροντίζεις για τη φόρμα και την εύσχημη εξωτερική εμφάνιση· επιλέγοντας, έπειτα, καμιά δεκαπενταριά, και πάντως όχι περισσότερες από είκοσι, αττικές λέξεις, πασπάλισέ τες για νοστιμιά από πάνω...»

Η ίδια η παραγωγή ή διάσωση συγγραμμάτων επηρεάστηκε από αυτή την κατάσταση. Στην αρχαιότητα καταρτίστηκαν κατάλογοι αναγνωστέων συγγραμμάτων και γράφτηκαν ανθολόγια, οπότε καθορίστηκε τι θα διασωθεί από τη παντοτινή λήθη και τι όχι. 

Μέγας Κωνσταντίνος
Από τα μισά του 1ου μ.Χ. αιώνα αρχίζει να διαδίδεται μια νέα θρησκεία, ο Χριστιανισμός, που δημιουργεί ένα νέο πλαίσιο πολιτισμικής αξιολόγησης. Η νέα θρησκεία χρησιμοποιεί την απλή ελληνική γλώσσα και σε αυτήν γράφεται η παλαιά και η καινή διαθήκη. Για το Χριστιανισμό ο κόσμος είναι εχθρικός. Μάρτυρας δεν είναι ο κήρυκας, αλλά αυτός που πεθαίνει για την πίστη του. Το κυρίαρχο λοιπόν ελληνικό πολιτιστικό ρεύμα του 1ου μ.Χ. αιώνα, με ό,τι αυτό περιλαμβάνει, δεν μπορεί να είναι κάτι καλό για τους χριστιανούς, που ταυτίζουν τον όρο «Έλλην» με τον ειδωλολάτρη εθνικό. Η νέα θρησκεία όμως επιβάλλεται. Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, που από το 321 μετατοπιζόταν σταδιακά προς τον Χριστιανισμό, μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που, εκτός από τις στρατηγικές ανάγκες που ικανοποιούσε, ήταν η απαγκίστρωση της αυτοκρατορίας από το ειδωλολατρικό παρελθόν και η πρόσδεσή της σε μια νέα θρησκεία. Έτσι, αυτή η  πολυεθνοτική κοινότητα ενοποιήθηκε βασιζόμενη στη χριστιανική θρησκεία αλλά και την ελληνική γλώσσα. Ο αττικισμός λοιπόν έχανε κάθε σύνδεση με τα ιδεώδη του αρχαίου πολιτισμού και το πολιτισμικό πρότυπο που προσπαθούσε να αναγεννήσει ήταν ανεπιθύμητο, ήταν αυτό που κυνηγούσε τους χριστιανούς πριν λίγα χρόνια.  

Μέγας Βασίλειος
Η χριστιανική διδασκαλία χρησιμοποιούσε κι αυτή την κοινή γλώσσα, τόσο στη συγγραφή των ιερών κειμένων, όσο και στην υμνογραφία. Ωστόσο από τον 4ο μ.Χ. ο Χριστιανισμός, παρά την αντίθεσή του με το κλασσικό παρελθόν, προσχωρεί κι αυτός στον αττικισμό, συμπαρασύροντας σε αυτόν όλη την λόγια βυζαντινή γραμματεία. Σε αυτό κυρίαρχο ρόλο παίζουν οι Πατέρες της εκκλησίας Βασίλειος ο Μέγας, Ιωάννης Χρυσόστομος και Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Και οι τρεις είχαν σημαντικές σπουδές ρητορικής και φιλοσοφίας. Ο πατέρας του Μέγα Βασιλείου ήταν δάσκαλος ρητορικής, ο Ιωάννης σπούδασε στη σχολή του αττικιστή Λιβανίου ενώ κι ο Γρηγόριος σπούδασε ρητορική σε διάφορες πόλεις. Η αττικίζουσα γλώσσα των Πατέρων στηρίχτηκε σε αντιδράσεις που προέκυψαν τόσο εντός της εκκλησίας όσο κι από αμφισβητήσεις των  αττικιστών («Αττικός συ την παίδευσιν, αττικοί και ημείς» Γρηγόριος Ναζηανζινός προς ρήτορα Σταγείριο).
Τα πατερικά κείμενα δεν γράφτηκαν στην αττική διάλεκτο μόνο για λογοτεχνικούς σκοπούς. Το κύρος της διαλέκτου ήταν τόσο υψηλό που η μη χρήση της θα έφερνε την χριστιανική διδασκαλία σε μειονεκτική θέση, τόσο απέναντι στου εθνικούς όσο και απέναντι στον αρειανισμό. Υπάρχει ωστόσο μια διαφορά στη γλώσσα ανάλογα με το ακροατήριο. Μπορεί τα πατερικά κείμενα να γράφονται στην αττική διάλεκτο, αλλά η βάση της διδασκαλίας, δηλαδή η παλαιά και η καινή διαθήκη και γενικότερα η κατήχηση γίνονται στην κοινή, αλλά και σε μια ανάμεικτη διφυή γλώσσα όπως αυτή των κοντακίων του Ρωμανού του Μελωδού (5ος μ.Χ. αιώνας), ή του κανόνα (8ος μ.Χ. αιώνας π.Χ.)

Ο αττικισμός συνεχίζει κι αργότερα και χρησιμοποιείται από αρκετούς λογίους ή εκκλησιαστικούς. Ενώ τα αγιολογικά κείμενα, που είναι τα πιο δημοφιλή κείμενα της εποχής, γράφονται αρχικά σε κοινή γλώσσα, από το 9ο αιώνα μ.Χ. στρέφονται προς τον αττικισμό (μεταφραστική τάση). Κι εδώ χάθηκαν πολύτιμα γλωσσικά κείμενα. Στην αγιολογική λογοτεχνία με την παρέμβαση του Συμεών χάθηκαν πάμπολλα έργα, διότι δεν ήταν γραμμένα στην αττική διάλεκτο, θεωρήθηκαν ανεπίσημα και δεν αντιγράφηκαν Σε αυτό το χρονικό σημείο εμφανίζεται και η μικρογράμματη γραφή. Η ίδρυση του πανεπιστημίου του Κωνσταντίνου Ι΄του Μονομάχου τον 11ο αιώνα π.Χ. βασίζεται στα αττικιστικά πρότυπα και ξεχωρίζουν οι μορφές του Μιχαήλ Ψελλού, της Άννας Κομνηνής και του Νικήτα Χωνιάτη. Σταδιακά εμφανίζεται ένας γλωσσικός τριπολισμός. Η αττική διάλεκτος, η λόγια κοινή της Κωνσταντινούπολης και η πολύμορφη ανάλογα με τον τόπο ομιλίας απλή κοινή.


Χρονικό του Μωρέως
Παράλληλα με την αττικιστική συνέχεια η κοινή γλώσσα πλάθει τα λογοτεχνικά της μνημεία. Μετά τη συλλογή των ακριτικών τραγουδιών τον 11ο-12ο αιώνα μ.Χ. τα «Πτωχοπροδρομικά» (12ου αιώνας), το «χρονικό του Μωρέως» (14ος αιώνας), το «Λίβυστρος και Ροδάμνη» (14ος αιώνας), και πολλά άλλα, συνθέτουν τη βυζαντινή λογοτεχνική παρακαταθήκη της κοινής γλώσσας.

Μετά την άλωση η γλώσσα της εκκλησίας, που έχει πλέον αποκτήσει και κοσμικό ρόλο, παραμένει η βυζαντινή αρχαΐζουσα, όμως οι περιπτώσεις αμάθειας είναι πολλές. Η δημώδης γλώσσα συνεχίζει να παράγει λογοτεχνικά δημιουργήματα. Τα σχολεία της τουρκοκρατίας δίδασκαν κυρίως θρησκευτικά βιβλία στοχεύοντας κυρίως στην εκπαίδευση  νέων ψαλτών. Διδασκαλία αρχαίων κειμένων γίνεται σε περιορισμένη κλίμακα σε γυμνάσια  μετά τα μέσα του 17ου αιώνα, διδάσκοντας Όμηρο, Πίνδαρο ή κλασσικούς θεατρικούς στην αρχή και ρητορικούς λόγους στα προεπαναστατικά χρόνια.
Πρόδρομοι του προβληματισμού για την επιλογή της γλώσσας του γένους είναι ο Νικόλαος Σοφιανός που περί τα μέσα του 16ου αιώνα θεωρεί την κοινή ως κατάλληλη γλώσσα και συγγράφει ανάλογα βιβλία. Ακολουθούν και άλλοι λόγιοι παίρνοντας θέση υπέρ της απλής ή αρχαΐζουσας γλώσσας.


Η αρχή του νεότερου γλωσσικού ζητήματος τοποθετείται στα μέσα του 18ου αιώνα, καθώς ο ελληνισμός ακμάζει, λαμβάνει τα μηνύματα του διαφωτισμού και ανακαλύπτει το ένδοξο παρελθόν του. Οι καραβοκύρηδες δίνουν αρχαιοελληνικά ονόματα στα σκαριά τους και πολλοί γονείς δίνουν αρχαιοελληνικά ονόματα στα παιδιά τους.

Κεντρική φυσιογνωμία είναι ο Ευγένιος Λάσκαρις που υποστήριζε την αρχαία γλώσσα σαν όργανο παιδείας για την αναγέννηση του έθνους. Μαζί του συντάχτηκαν κι άλλοι λόγιοι που θεωρούσαν την καθομιλουμένη βάρβαρη, ευάλωτη σε παραμορφώσεις και ιδιοτροπίες και τελικά ακατάλληλη να μεταφέρει υψηλά νοήματα. Όταν στη γλώσσα τους κυρήγματος επιλέχτηκε η κατανοητή στο εκκλησίασμα γλώσσα, κάποιοι συντηρητικοί ιεράρχες αντέδρασαν («...ου δει τα κανονικά της εκκλησίας πεζή φράσει εκδιδόναι, ίνα μη τα των ιερών κανόνων, γνώριμα γίνονται τω χύδην λαώ...» Πατριάρχης Νεόφυτος, 1802).
Απέναντί τους συντάχθηκαν άλλοι, με σπουδαιότερη τη μορφή του Ιώσηπου Μοισιόδακα, που θεωρούσαν την απλή γλώσσα (μια μορφή καθαρεύουσας) εξελίξιμη και κατάλληλη να σταθεί επάξια δίπλα στις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, ή και πιο ακραίες απόψεις όπως της πλήρους αποδοχής της καθομιλουμένης (Δ. Καταρτζής). Τώρα προτείνεται κι ο φωνοκεντρισμός, η εγκατάλειψη δηλαδή των ορθογραφικών κανόνων και η γραφή των λέξεων όπως ακούγονται («…η γληκαδα της μουσηκης δεν κρεμετε μητε από κανονες, μητε από τεχνη, μονε πος η γληκη κε αρμονηκη μουσηκη γενετε κανονας κε τεχνη της ηδιας…»).

Αδαμάντιος Κοραής
Η κεντρική όμως προσωπικότητα που διαμόρφωσε το πλαίσιο αντιπαράθεσης για το γλωσσικό ζήτημα ήταν ο Αδαμάντιος Κοραής. Υποστηρικτής της κοινής γλώσσας από τη μια συγκέντρωσε τα πυρά των διαφωνούντων με τις απόψεις του κι από την άλλη είδε να στοιχίζονται πίσω του πολυάριθμοι διανοητές. Για τον Κοραή η παίδευση του γένους είναι αναγκαία συνθήκη ελευθερίας και η γλώσσα καθοριστικό εργαλείο. Υποστηρίζει τον καθαρισμό της γλώσσας από ξένα στοιχεία και επιλέγει τη μέση οδό ως τόπο λύσεως του γλωσσικού ζητήματος. Η γλώσσα όμως, το ζήτημα παιδείας γενικότερα, είναι ζήτημα εθνικό σχετικό με την απελευθέρωση του γένους. Εξάλλου ο Κοραής, δραστήριος στην εθνική αφύπνιση, απέναντι στην εναντίωσή του Πατριάρχη για επανάσταση, το 1798, γράφοντας «…έκαστος εν ω εκλήθη, εκεί μενέτω, και προς ην υπόκειται βασιλείαν μη αντιτεινέτω….οι ναύται υποτάσσονται σ΄έναν καραβοκύρην, κι όλοι οι οικιακοί εις έναν νυκοκύρην. Κι αν λείψει η υπακοή, και σπήτι και καράβι, τέλος προσμένει βέβαια απώλειαν να λάβη…», απαντά: «Οι ναύται υποτάσσονται σ΄ένα καραβοκύρην, εν όσω κυβερνά καλώς τους ναύτες και το πλοίον. Αλλ΄όταν τους της ναυτικής κανόνας δεν ηξεύρη, όταν ατάκτως κυβερνά μεθοκοπή στην ζάλην, κι αντί του να τους ευοδοί εις ασφαλή λιμένα, τυραννικώς αυτός ζητή τους σύμπαντας να πνίξη, τότε συμφώνως άπαντες πισθάγκωνα τον δένουν, και το πηδάλιο ευθύς δίνουν εις άλλου χείρας». 

Ο κεντρικός ρόλος της παιδείας αναγνωρίζεται καθολικά και διατρέχει όλη την πορεία της μετεπαναστατικής Ελλάδας. Γράφει η εφημερίδα «Αι Μούσαι: «…Καθόσον εκ της ανθηράς της παιδείας καταφάσεως, και η της κοινωνίας μόρφωσις προάγεται, και η της πατρίδος αναγέννησις κρατύνεται…». Η κατάσταση όμως δεν είναι καλή. Το 1872 θα έπρεπε να φοιτούν 130000 περίπου μαθητές στην Ελλάδα του πληθυσμού των 1300000 ατόμων. Όμως φοιτούσαν μόνο 35000 και από αυτούς μόνο τα 2/3 θα τελείωνε τον πρώτο κύκλο εκπαίδευσης. Επιπλέον, ειδικά στην περιφέρεια η ποιότητα του εκπαιδευτικού προσωπικού ήτανμ πολύ χαμηλή. Από το 1837 μέχρι το 1870 μόνο 1383 φοιτητές είχαν πάρει πτυχίο, πολλοί εκ των οποίων σαν πολίτες υπόδουλων περιοχών, δεν κατοικούσαν πια στην ελεύθερη Ελλάδα. Την ίδια αναγνώριση, σε όλο τον αιώνα, απολαμβάνει και η επιλογή του αρχαίου παρελθόντος, ως πυξίδα για την αναγέννηση του Έθνους.

Σκαρλάτος Βυζάντιος
Παρά την εισαγωγή του γλωσσικού ζητήματος η καθαρεύουσα συνεχίζει να χρησιμοποιείται. Η γλώσσα καθαρίζεται χάρη σε λόγιους με κυριότερη μορφή το Σκαρλάτο Βυζάντιο. Πιο ουσιαστικά ρήγματα θα δημιουργήσει η επτανησιακή σχολή και η προέκτασή της στην Αθήνα και Νέα αθηναϊκή σχολή. Αυτό το τεράστιο λογοτεχνικό κίνημα που στις τάξεις του είχε τον Σολωμό ή αργότερα τον Πολυλά, το Λασκαράτο ή το Μαρκορά, έβαλε το σπόρο για την αναγνώριση της δημοτικής γλώσσας.

Από το 1880 η νέα αθηναική σχολή, μια ομάδα σποδαίων δημοτικιστών λογοτεχνών εγείρει το ζήτημα της επισημοποίησης της δημοτικής γλώσσας. Παράλληλα εμφανίζονται και άλλες φωνές όπως αυτή του ακραίου Γιάννη Ψυχάρη κι ο ιδρυτής της γλωσσικής επιστήμης στην Ελλάδα πιο συμβιβαστικού Γεώργιος Χατζιδάκις. 
"Το Ταξίδι μου" Γιάννης Ψυχάρης
Ενώ οι ποιητές της Αθηναϊκής σχολής έγραφαν στη δημοτική, ήρθε ο Ψυχάρης με το πεζογράφημα «το ταξίδι μου», γραμμένο στη δημοτική, το 1888, να ταράξει τα νερά. Γράφει στον πρόλογο: «…Η δόξα του (του αρχαίου κόσμου) μας θάμπωσε και δεν το νιώσαμε μήτε το νιώθουμε ακόμη πως τέτοιο θάμπωμα θα πει χαμός. Και χάσαμε τόντις πολλά, ώσπου και οι ίδιοι θα χαθούμε…» . Η ένταση της διαμάχης οξύνεται. Η μη προσήλωση στο ιστορικό λίκνο του ελληνισμού, την αρχαιότητα, θεωρείται κάτι χυδαίο και προδοτικό. Σε αυτή την όξυνση συμβάλουν τόσο οι ψυχολογικές επιπτώσεις της ήττας του 1897, όσο και η εξέλιξη στο μακεδονικό ζήτημα. Η δημοσίευση του Ευαγγελίου σε δημώδη γλώσσα το 1901 και η παράσταση της Ορέστειας στη δημοτική το 1903 οδηγούν σε αιματηρά επεισόδια.

Ο κατευνασμός των πνευμάτων γίνεται με την συνταγματική κατοχύρωση της καθαρεύσας ως επίσημης ελληνικής γλώσσας, ωστόσο το 1917 εισάγεται η δημοτική γλώσσα στο δημοτικό σχολείο. Από αυτή την περίοδο η μεγάλη μορφή του Μανόλη Τριανταφυλλίδη ενισχύει τη δυναμική του δημοτικισμού, τόσο με τον εκπαιδευτικό σύνδεσμο (1910), όσο και με την γραμματική της δημοτικής γλώσσας (1941).

Βαθμιαία η δημοτική επικρατεί στη λογοτεχνία, την επιστήμη, και τον τύπο από τη δεκαετία του 70΄. Η καθαρεύουσα απλοποιείται σταδιακά και προσομοιάζει  σε ένα μεικτό γλωσσικό ιδίωμα απλής καθαρεύουσας και λόγιας δημοτικής. Η πλημυρίδα της εσωτερικής μετανάστευσης και η βαθμιαία πρόοδος της χαμηλής και μεσαίας τάξης επιβάλλουν και τη γλώσσα τους. Η εκπαίδευση όμως ταλαιπωρείται από διαδοχικές αλλαγές στη γλώσσα διδασκαλίας, ως το 1976, που η δημοτική καθιερώνεται όχι μόνο ως γλώσσα διδασκαλίας, αλλά κι επίσημη γλώσσα του κράτους.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου