Αναγνώστες

Κυριακή 24 Μαρτίου 2019

Λαός και ηγετικές ομάδες στην προεπαναστατική Ελλάδα


Ο 18ος αιώνας επιφύλασσε κάποιες 
Εικ. 1 Χάρτης του 1812 
αλλαγές για τα νότια και ανατολικά βαλκάνια. Οι ρωσοτουρκικοί πόλεμοι έφεραν την Ρωσία στη θέση της προστάτιδας δύναμης των ορθοδόξων, επίσημα πλέον το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή. Τότε οι παραδουνάβιες περιοχές απέκτησαν μια σχετική αυτονομία από την Οθωμανική αυτοκρατορία και ο ελληνικός στόλος γνώρισε τεράστια άνθηση. Στους Έλληνες, που μετά τα Ορλωφικά το 1770 υπέστησαν τρομακτικές διώξεις, έφτασαν οι κλυδωνισμοί της γαλλικής επανάστασης και ξύπνησαν για τα καλά μέσα τους το όραμα της απελευθέρωσης. Η ανάγκη της Οθωμανικής εξουσίας να διοικήσει τις κατακτημένες βαλκανικές περιοχές την ανάγκασε να συνεργαστεί με τον ντόπιο πληθυσμό. Στον ελλαδικό χώρο  έδρασαν ηγετικές ομάδες στην εκκλησία, τη διοίκηση, τη φορολογία και τη δημόσια ασφάλεια. Πλάι τους ο απλός λαός βίωνε την καταπίεση όχι μόνο από τον κατακτητή, αλλά κι από αυτές τις ομάδες.

Λίγο πριν το 1800 μόνο το 15% από τους 1.900.000 Έλληνες ζούσε στις πόλεις. Η Μακεδονία είχε πληθυσμό 700.000 κατοίκους, η Θεσσαλία 300.000, η Ήπειρος 400.000, η Στερεά 200.000 (η Αττική λιγότερους από 20.000), η Πελοπόννησος 300.000. Εκτός από κάποιες γαίες, που ο Σουλτάνος είχε απονείμει  σε κάποιους σαν ανταπόδοση για τις υπηρεσίες τους, οι άλλες περιοχές αποδίδονταν προς εκμετάλλευση σε άτομα, τα οποία πλειοδοτούσαν σε οικονομικές προσφορές προς την Πύλη. Στα πεδινά οι ιδιοκτησίες ανήκαν σε τσιφλικάδες που παραχωρούσαν τη γη σε αγρότες κρατώντας για τον εαυτό τους ένα πολύ σημαντικό μέρος της σοδειάς. Στα ορεινά υπήρχαν μόνο μικροϊδιοκτησίες που παρήγαγαν μικρές σοδειές. Οι φόροι ήταν κυρίως η δεκάτη, το χαράτσι (που πλήρωναν οι μη μουσουλμάνοι) κι ο στρεμματικός φόρος. Δεν πλήρωναν όλες οι ιδιοκτησίες όμως τον ίδιο φόρο. Ορισμένες εκτάσεις (τιμάρια) δίνονταν σε σπαχήδες που τα εκμεταλλεύονταν ή τα υπενοικίαζαν ή σε εκκλησιαστικά ιδρύματα (βακούφια).


Εικ.2 Χάρτης Αθήνας 1785
Οι περιηγητές αναζητούν στον ελληνικό χώρο ήρωες και φιλοσόφους. Λατρεύουν τα αρχαία μνημεία, αλλά περιφρονούν τον κόσμο βλέποντας στο πρόσωπο του Έλληνα έναν ανάξιο απόγονο του αρχαίου μεγαλείου. Ο Μπωζούρ λίγο πριν το τέλος του 18ου αιώνα γράφει: «…βρισκόμαστε συνέχεια σε επαφή με τους Έλληνες και τους Ιταλούς που είναι οι πιο κατεργάρικες ράτσες στη γη…» και  «…Ο έλληνας αγρότης εργάζεται μόνο 200 μέρες το χρόνο. Κάνει 100 μέρες γιορτινές και περνάει τον υπόλοιπό του χρόνο παίζοντας μπουζούκι και χορεύοντας ρωμαίικο…». Ωστόσο κάποιες γυναίκες που είδε στα Αμπελάκια, του ξυπνούν έναν νοσταλγικό για το αρχαίο παρελθόν ρομαντισμό: «Είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς τις γυναίκες στα Αμπελάκια, να κρατάνε ένα αδράχτι και να φλυαρούν όλες μαζί μπροστά στις πόρτες των σπιτιών τους. Αλλά δεν μπορούν παρά μια στιγμή να χαρούν αυτή την ευχαρίστηση, γιατί μόλις φανεί κάποιος ξένος, ξαφνικά φεύγουν όλες, αφήνοντας να δει, όπως η Γαλάτεια, στην ξαφνική φυγή τους, την επιθυμία να κάνουν επίδειξη. Το μάτι τότε μπορεί να αρπάξει στα πεταχτά μερικές από τις μορφές τους. Αναγνωρίζει ακόμα με έκπληξη τα αρχαία αυτά ελληνικά κορμιά, ευκίνητα κι ορμητικά, που χρησίμευσαν σαν μοντέλο στα ωραιότερα αγάλματα του κόσμου.

Εικ.3 Λάμπρος Κατσώνης
Στην ψυχή του κόσμου υπάρχει η ελπίδα της ελευθερίας. Οι κλέφτες, αν και ζουν επικίνδυνα και παραβατικά, πολύ συχνά και σε βάρος του απλού λαού, εξιδανικεύονται. Οι έμποροι, οι ναύτες και οι Έλληνες που φεύγουν για σπουδές στο εξωτερικό φέρνουν τα μηνύματα της απελευθέρωσης. Οι πραματευτάδες και οι περιηγητές τα διαδίδουν στα βουνά. Οι Έλληνες παρασύρονται κι αυτοί. Κοιτούν προς τα πίσω κι αναζητούν το αρχαίο κλέος. Αισθάνονται πια κι αυτοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Τα καράβια και τα παιδιά παίρνουν αρχαιοελληνικά ονόματα. Οι Θούριοι του Ρήγα ενσταλάζονται στις ψυχές. Οι αγώνες του Λάμπρου Κατσώνη, του Κατσαντώνη, του Βλαχάβα αν και δεν έχουν αίσιο τέλος αφυπνίζουν τη συνείδηση της αντίστασης. Ο πλουτισμός των εμπόρων, η ενίσχυση του ναυτικού δίνουν αυτοπεποίθηση. 

Οι Έλληνες έλπιζαν για χρόνια στη Ρωσία για την απελευθέρωσή τους. Δοξασίες και προφητείες παρέμεναν ζωντανές. Ο Ματθαίος, Μητροπολίτης Μυρέων, τον 17ο αιώνα είχε διαπιστώσει πικρά: «Ελπίζουμε στο ξανθόμαλλο γένος να μας ελευθερώσει, να έρθει από τη Μόσχα, να μας σώσει. Πιστεύουμε στους χρησμούς, σε ψευτοπροφητείες και χάνουμε τον χρόνο μας με αυτές τις ματαιότητες. Εναποθέτουμε την ελπίδα μας στον βόρειο άνεμο. Να πάρει τον βραχνά του Τούρκου από πάνω μας». Οι δοξασίες αυτές όμως διαψεύστηκαν στα Ορλωφικά. Διαψεύστηκε κι ο Λάμπρος Κατσώνης, σχεδόν 30 χρόνια αργότερα, όταν ενώ ήταν στην ακμή της ισχύος του δεν βρήκε ανταπόκριση από τη Ρωσία.
Τώρα, την αυγή του 19ου αιώνα βλέπουν το Μέγα Ναπολέοντα σαν σωτήρα. Οι Μανιάτες βάζουν την εικόνα του στα εικονίσματα. Πολεμούν πλάι στους Γάλλους. Τότε οι Ρώσοι και οι Άγγλοι γίνονται προστάτες των Οθωμανών. Λίγο μετά ο Ναπολέων γίνεται προστάτης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τώρα οι Ρώσοι και οι Άγγλοι πολεμούν τους Οθωμανούς. Ο Ναπολέοντας καταρρέει και τώρα οι Άγγλοι υποστηρίζουν πάλι τους Οθωμανούς προσπαθώντας να εμποδίσουν την κάθοδο των Ρώσων στη Μεσόγειο. Οι Έλληνες αμήχανα παρακολουθούν τις εναλλαγές και συνειδητοποιούν την πραγματικότητα μη πιστεύοντας πια στην εξωτερική βοήθεια: «Κάμνομεν όλοι μια αναφορά, Σουλιώται, Ρουμελιώται και Πελοποννήσιοι εις τον Αυτοκράτορα και του ζητούμεν βοήθεια διά να ελευθερώσωμεν τον τόπο μας….Ομιλώ με τον αρχηγό των ρωσσικών στρατευμάτων και με λέγει ότι ο αυτοκράτωρ τον διέταξε να παραδεχθεί εις την δούλεψή όσους θέλουν να έμβουν και να υπάγουν να κτυπήσουν το Ναπολέοντα. Του αποκρίνομαι: Όσον διά το μέρος μου, δεν εμβαίνω εις την δούλεψιν. Τι έχω να κάμω με τον Ναπολέοντα; Αν θέλετε όμως στρατιώτας διά να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας σε υπόσχομαι και πέντε και δέκα χιλιάδας. Μία φορά εμβαπτιστήκαμεν με το λάδι, βαπτιζόμεθα και μίαν με το αίμα και άλλην μία διά την ελευθερία της πατρίδος μας» (Κολοκοτρώνης 1805).

Οι Έλληνες χορεύουν. Χορεύουν και τραγουδούν πολύ. Το θέμα των τραγουδιών είναι ο έρωτας: «Νάταν ο Ουρανός χαρτί κι η θάλασσα μελάνι, για να΄γραφα τους πόνους μου κι ακόμα δεν με φτάνει». Τραγουδούν όμως και για την κλεφτουριά. Υφίστανται και ταπεινώσεις. Πάμπολλες μαρτυρίες περιγράφουν σκηνές όπου ο Έλληνας ραγιάς ταπεινώνεται. Ο Edward Dodwell, άγγλος περιηγητής προβλέπει σωστά το 1805: «Τα αναρίθμητα περιστατικά των βαναυσοτήτων που αντιμετωπίζουν καθημερινά οι Έλληνες θα ξυπνήσουν τελικά το ναρκωμένο θάρρος τους και θα πετύχουν την πολυπόθητη ελευθερία». Με εξαίρεση το εμπόριο και κάποιες βιοτεχνικές δραστηριότητες ο αγρότες παραμένουν φτωχοί. Κι αν η σοδειά τύχει να είναι καλή πάλι γίνονται αντικείμενα εκμετάλλευσης. Ο Πουκεβίλ, Γάλλος περιηγητής, αναρωτιέται: «Τι ενδιαφέρον έχουν για τη γεωργική παραγωγή αυτοί οι δυστυχισμένοι, που οι προϊστάμενοι φοροεισπράκτορες και οι μονοπωλητές τους περιμένουν στην άκρη των χωραφιών τους, για να εισπράξουν το φόρο και να πάρουν τα γεννήματα στην τιμή που εκείνοι κρίνουν κατάλληλη;» 

Η Εκκλησία είναι σημαντικός πόλος εξουσίας. Ήδη από τα πρώτα χρόνια μετά την Άλωση ο πατριαρχικός θεσμός αποκαταστάθηκε και στις θρησκευτικές αρμοδιότητες προστέθηκαν κι άλλες, διοικητικές, φορολογικές ή δικαστικές, όχι μόνο στον ελληνικό πληθυσμό, αλλά σε όλο τον χριστιανικό πληθυσμό της αυτοκρατορίας, ειδικά μετά το 1774. Η βαθμιαία ενίσχυση της ομόδοξης Ρωσικής αυτοκρατορίας μετά τα μισά του 18ου αιώνα έδωσε επιπλέον στο Πατριαρχείο κι ευθύνες εξωτερικής πολιτικής.
Η ορθοδοξία αποτέλεσε καθοριστικό συγκολλητικό παράγοντα για τον Ελληνισμό. Δεν ήταν μόνο ο απλός λαός που έβρισκε αποκούμπι στη θρησκεία. Ήταν και η Εκκλησία που ήθελε η πίστη να παραμείνει ζωντανή.
Η εκλογή κάποιου στον πατριαρχικό θρόνο απαιτούσε την επικράτησή του σε κάποιο πλειοδοτικό διαγωνισμό. Τυπικά οι Μητροπολίτες εκλέγονταν από την Ιερά Σύνοδο, όμως στην πραγματικότητα γινόταν κι εδώ «πλειοδοσία αργυρίου».  Οι οικονομικές υποχρεώσεις που αναλάμβανε ο Πατριάρχης ή οι Μητροπολίτες τους καθιστούσαν συχνά υποχείριο δανειστών, οι οποίοι αποκτούσαν λόγο στα της Εκκλησίας. Αυτή η κοσμική επιρροή και οι οικονομικές εξαρτήσεις οδήγησαν πολλούς Πατριάρχες να χάσουν τη θέση τους μολονότι το αξίωμα ήταν ισόβιο.

Μια σημαντική ευθύνη του Πατριαρχείου ήταν ο έλεγχος του χριστιανικού πληθυσμού, ώστε αυτοί οι πληθυσμοί να παραμένουν πιστοί στην Πύλη. Η έννοια του millet, ο διοικητικός διαχωρισμός της αυτοκρατορίας με θρησκευτικά κριτήρια, έννοια που εισάγεται στα τέλη του 18ου αιώνα, ενσωματώνει το Πατριαρχείο στο διοικητικό μηχανισμό της αυτοκρατορίας. Αυτή η ενσωμάτωση λοιπόν έδωσε κεντρικό ρόλο και σε όσους το επηρέαζαν.
Η Εκκλησία ήταν κάτοχος τεραστίων εκτάσεων γης. Φορολογούσε δε κάθε μικρό καλλιεργητή με τη λεγόμενη ρόγα ή και τη δεκάτη αν εκμίσθωνε κάποια έκταση.
Εικ. 4 Αποκήρυξη επανάστασης Υψηλάντη από τον Γρηγόριο Ε΄
Η επιρροή της Εκκλησίας στα προεπαναστατικά χρόνια ήταν προς την κατεύθυνση της υπακοής στην Οθωμανική εξουσία. Ίσως αυτό να οφείλεται στη δύσκολη θέση του Πατριαρχείου, ίσως στη γνώση για τα δεινά που περίμεναν τους Έλληνες αν επαναστατούσαν. Πράγματι με το που ξέσπασε η επανάσταση εκεί που η Οθωμανική  εξουσία ήταν ισχυρή οι Έλληνες κατασφάχτηκαν. Ο ιστορικός Κυριακίδης γράφει ότι αμέσως μετά την επανάσταση οι ιμάμηδες καλούσαν τους μουσουλμάνους να εξολοθρεύσουν τους χριστιανούς. Οι διώξεις ήταν τρομακτικές σε όλη την Οθωμανική αυτοκρατορία: «…εν Ταταύλοις… κέντρο εικοσακισχιλίου ελληνικού πληθυσμού…έκαστον δέντρον είχε απηγχονισμένους χριστιανούς».  Το ίδιο έγινε στη Μακεδονία ή τη Μικρά Ασία. Άλλοι βέβαια σημειώνουν ότι  ήταν μια αντίσταση στις αλλαγές που ίσως έθεταν τα συμφέροντά της Εκκλησίας σε κίνδυνο. Γεγονός πάντως είναι ότι κάθε επαναστατική ενέργεια αποκηρύχθηκε με αφορισμό, όπως κι επίσης είναι γεγονός ότι στη φιλική εταιρεία ήταν μυημένοι πάνω από εκατό ιερείς, και πολλοί κατείχαν πρωταγωνιστικό ρόλο από τις πρώτες μέρες της επανάστασης (Παλαιών Πατρών Γερμανός, Αθανάσιος Διάκος, Άνθιμος Γαζής, ο Παπά Εμμανουήν στην Κασσάνδρεια, Παπαφλέσσας, καλόγερος Σαμουήλ κ.α.), ο δε Καποδίστριας, αργότερα, παρά την χαοτική κατάσταση του νεοσύστατου ελληνικού κρατιδίου στήριξε την εκκλησία παντοιοτρόπως. Εξάλλου τόσο ο Κοραής, όσο κι ο Μαυροκορδάτος και αρκετοί άλλοι πίστευαν ότι το εγχείρημα μιας επανάστασης ήταν πρόωρο κι επικίνδυνο. Γενικά η αξιολόγηση της στάσης της κάθε ομάδας απέναντι στο ενδεχόμενο της επανάστασης είναι πολύ δύσκολο ζήτημα.

Πλάι στο Πατριαρχείο ήκμασε μια ομάδα Ελλήνων ή εξελληνισμένων Βαλκάνιων, οι Φαναριώτες που κατέλαβαν σημαντικές θέσεις στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ο όρος φαναριώτης προέρχεται από τη συνοικία «φανάρι», όπου από το 1601 μεταφέρθηκε το Πατριαρχείο. Η ένταξη σε αυτή την αριστοκρατική ομάδα δεν γινόταν με εθνικά κριτήρια. Στις τάξεις τους υπήρχαν άτομα που κατάγονταν από την Ελλάδα, την Αλβανία, τη Μολδαβία τον Πόντο κλπ. Αυτοπροσδιορίζονταν ως το «περίβλεπτον γένος των Ρωμαίων» και κρατούσαν αποστάσεις από τον απλό ελληνικό λαό καθώς ήταν κακό γι΄αυτούς να τους αποκαλούν Έλληνες ή Γραικούς. Το συνδετικό χαρακτηριστικό τους με τον Ελληνισμό ήταν η ορθόδοξη πίστη, η ελληνική παιδεία, και η ενσωμάτωσή τους στα πατριαρχικά (και οθωμανικά) δίκτυα εξουσίας.
Η σχέση των Φαναριωτών με το Πατριαρχείο και την οθωμανική διοίκηση ήταν πολύ στενή. Ένας πολύ περιζήτητος τίτλος ήταν αυτός του Μεγάλου Λογοθέτη, ενός ενδιάμεσου μεταξύ του Πατριαρχείου και της οθωμανικής διοίκησης. Άλλα μεγάλα αξιώματα ήταν αυτό του Μεγάλου Διερμηνέα της Υψηλής Πύλης, του Διερμηνέα του στόλου ή του στρατού.
Ωστόσο το μεγαλύτερο αξίωμα ήταν αυτό του ηγεμόνα των παραδουνάβιων περιοχών. Η στάση των ντόπιων ηγεμόνων στον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1713 και το ολοένα κι εντονότερο καθεστώς εξαγοράς των αξιωμάτων είχε ενισχύσει τη θέση των Φαναριωτών μια και χρήμα διέθεταν και διασυνδέσεις με την εξουσία. Με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή το 1774, όταν και η Ρωσία επίσημα έγινε προστάτιδα των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας. Η σχέση τους με τη Ρωσία και η συνεχιζόμενη παρακμή των Οθωμανών, έδωσε σε αυτούς τους ηγεμόνες μια κάποια αυτονομία και σίγουρα μεγαλύτερη δύναμη.
Η ενισχυμένη θέση των Φαναριωτών τους έκανε να αναζητούν ακόμα μεγαλύτερα περιθώρια ελευθερίας. Η αντίδραση της Πύλης ήταν από το 1819 να περιορίσουν το δικαίωμα κατάληψης αυτής της θέσης σε μόνο 4 οικογένειες. Λίγοι από τους Φαναριώτες υποστήριξαν την επανάσταση μια και ήταν αντίθετη στη διατήρηση των συμφερόντων τους.

Η οικονομική κόπωση των Οθωμανών από τους συνεχείς πολέμους είχε οδηγήσει στην κατάργηση των τιμαριωτικών εκχωρήσεων και η συλλογή των φόρων έγινε αντικείμενο ισόβιας εκμίσθωσης. Μια ακόμα αλλαγή ήταν ότι μεταβίβαση γαιών γινόταν ακόμα ευκολότερη.  Η αυγή λοιπόν του 19ου αιώνα βρήκε κάποιες τοπικές ομάδες να βρίσκονται ενισχυμένες, έχοντας μεγάλο πλούτο, γη και εξουσία.
Στην Πελοπόννησο η στήριξη του ελληνικού πληθυσμού στους Οθωμανούς για την ανακατάληψή της το 1715 πρόσφερε μεγαλύτερα δικαιώματα αυτοδιοίκησης. Αυτή η αυτοδιοίκηση διακρίνεται σε 3 επίπεδα: Τους δημογέροντες, τους μοραγιάν βιλαετλήδες, προεστούς σε επίπεδο επαρχίας και στους μοραγιάννηδες, προεστούς σε επίπεδο εγιαλετιού (όλη την Πελοπόννησο).
Οι δημογέροντες εκλέγονταν για ένα έτος σε τοπικό επίπεδο, σε κάθε χωριό και είχαν απλές αρμοδιότητες, όπως η συλλογή φόρων ή η διαιτησία τοπικών διαφορών.
Εικ.5 Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης
Οι προεστοί (ή προύχοντες) ήταν είτε εκλεγμένοι από τους τοπικούς δημογέροντες και τον κλήρο της περιοχής είτε διορισμένοι από την Πύλη. Φυσικά η Πύλη επέβαλε τη θέλησή της με κάθε τρόπο. Η ισχύς των προυχόντων τούς έδινε και κάποιο διοικητικό ρόλο καθώς διευθετούσαν τοπικά ζητήματα εκπροσωπώντας την κεντρική εξουσία. Η διείσδυση της εκκλησίας, ως διοικητικό όργανο στην περιφέρεια την έφερε συχνά σε μια ανταγωνιστική σχέση με αυτή την τοπική ελίτ. Επιπλέον, έριδες, συχνά βίαιες, αναπτύσσονταν και ανάμεσα στους διεκδικητές της θέσης, μια και η ισχύς τους εξαρτιόταν από τη  διατήρηση της εξουσίας. Οι προύχοντες διατηρούσαν εκπρόσωπο στην Πύλη, ώστε να ενισχύουν τη θέση τους από την αυθαιρεσία των τοπικών αρχόντων ή τη δύναμη των Οθωμανών. Και πράγματι οι κίνδυνοι για αυτούς ήταν μεγάλοι. Ο Πουκεβίλ αναφέρει ότι μόνο στη Μάνη μέσα σε 16 χρόνια άλλαξαν 6 προεστοί από τους οποίους οι δύο απαγχονίστηκαν κι ο ένας φυλακίστηκε στην Κωνσταντινούπολη. Συγκέντρωναν μεγάλο πλούτο που τον επιδείκνυαν σε κάθε ευκαιρία. Ο Gell περιηγητής το 1804 σχολιάζει το πλούσιο ευρωπαϊκό στυλ της επίπλωσης στο σπίτι του προύχοντα Ναυαρίνου Οικονομόπουλου, τα 25 διαφορετικά είδη φαγητού του Πασχαλόπουλου στην Αρκαδία, ή την έπαρση του Τζάννε στην Καλαμάτα. Επίσης επιχειρούσαν να γίνουν προστατευόμενοι των μεγάλων δυνάμεων δωροδοκώντας ξένους αξιωματούχους.
Η κύρια οικονομική δραστηριότητα ήταν η ανάληψη του δικαιώματος να εισπράττουν φόρους για λογαριασμό της κεντρικής εξουσίας. Τα κέρδη από τη φορολογία τα μεγάλωναν με το εμπόριο ή την τοκογλυφία. Ωστόσο είχαν και άλλες ευθύνες ακόμα και στρατιωτικές. Ο Τζανέτος Γρηγοράκης το 1792 μάζεψε 7000 Μανιάτες κατ΄εντολή της Πύλης προκειμένου να πολεμήσουν το Λάμπρο Κατσώνη.
Εικ.6 Francois Pouqueville
Οι προύχοντες δεν δίσταζαν να καταπιέσουν τον απλό λαό. Ο Πουκεβίλ γράφει: «…είναι οι πιο χυδαίοι κι αξιοκαταφρόνητοι σατράπες του σουλτάνου….τέρατα αποτρόπαια μανιάζουν που οι σκλαβωμένοι Έλληνες λαχταρούν το λυτρωμό τους..». Ο Καποδίστριας τους αποκαλούσε Τούρκους με χριστιανικά ονόματα κι ο λαός τουρκοκοτζαμπάσηδες. Εξαπατούσαν ακόμα και την Πύλη. «Εισέπρατταν εκατόν κι έδιδαν μόνον είκοσι πέντε εξαπατώντας τους Τούρκους».  Αυτή βέβαια η στάση δεν τους έκανε να μην επιθυμούν την ανεξαρτησία και φυσικά δεν τους χαρακτήριζε όλους. Για παράδειγμα ενώ κατά την καταδίωξη του Κολοκοτρώνη ανατέθηκε η δολοφονία του σε δύο προεστούς, τρία χρόνια αργότερα, κατά «το χαλασμό των κλεφτών» το 1805-6 δύο άλλοι προεστοί στην Καλαμάτα τον προμήθευσαν πολεμοφόδια. Εξάλλου ο φόβος των Οθωμανών άγγιζε κι αυτούς, που προσπαθούσαν να διατηρήσουν όχι την εξουσία, αλλά και την ίδια τους τη ζωή.  Κι εδώ ο πατριωτισμός των προεστών δεν είναι εύκολο να περιγραφεί με μια φράση.

Μια άλλη ομάδα, πολυάριθμη, με αρκετά περιθώρια αυτονομίας, ήταν οι λεγόμενοι φιρμανλήδες, οι πρόξενοι ή υποπρόξενοι των μεγάλων δυνάμεων. Δεν έχουν ιδιαίτερη δύναμη, αλλά προστατεύονται από τις δυνάμεις που υπηρετούν κι έχουν καλές διασυνδέσεις. Με εξαίρεση τους Γάλλους οι φιρμανλήδες ήταν Έλληνες. Πλάι σε αυτούς ένας τεράστιος αριθμός Ελλήνων ήταν υπό προστασία κυρίως από τη Ρωσία. Υπολογίζεται ότι ήταν κοντά στις 80000. Σχεδόν δεν υπήρχε ναύτης ή καράβι χωρίς τέτοια προστασία.

Τα προεπαναστατικά χρόνια δρούσαν και πολλά μη οθωμανικά ένοπλα σώματα. Το φαινόμενο της ληστείας ήταν πολύ συχνό στον ελλαδικό χώρο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Το οδικό δίκτυο ήταν από αιώνες παραμελημένο και το πλήθος των απομονωμένων περιοχών πρόσφερε άφθονες κρυψώνες για τους παράνομους. Οι κλέφτες λειτουργούσαν σαν μικρές ή και μεγαλύτερες ομάδες κι επιδίδονταν σε επιθέσεις εναντίον εμπόρων, ταξιδιωτών ή γενικότερα ατόμων, από τα οποία μπορούσαν να αποσπάσουν κάτι πολύτιμο, χωρίς όμως να αποκλείονται από τα θύματα φτωχοί χωρικοί. Ο Γάλλος περιηγητής Πουκεβίλ αναφέρει ότι στο Βραχώρι (Αγρίνιο) τον περικύκλωσαν πλήθος ακρωτηριασμένων αντρών, θύματα ληστών ή ζητιάνοι που μάζευαν λύτρα για αγαπημένα τους πρόσωπα και το τραγικότερο είναι ότι αυτοί οι ζητιάνοι αναγκάζονταν να πληρώσουν στον Αλή Πασά χρήματα για να έχουν το δικαίωμα να ζητιανέψουν. Βέβαια παρόλες τις αγριότητες η ληστεία δεν θεωρείτο τότε το ίδιο κολάσιμη με σήμερα. Κάποιες ομάδες ληστών γίνονται εργαλεία επιρροής της τότε κοινής γνώμης ή της Πύλης ή επιβολής των θελήσεων του δυνάστη. Για παράδειγμα, ο Αλή Πασάς χρησιμοποίησε Αλβανούς ληστές στη Θεσσαλία προκειμένου να αποδείξει ότι η ταραχές αυτές είχαν σαν αιτία την ανικανότητα του πασά του Σκούταρη υπό τον οποίο είχε περάσει ο έλεγχος των περιοχών κι ότι μόνο αυτός μπορούσε να επιβάλει την τάξη. 

Παράλληλα με τους κλέφτες της στεριάς δραστηριοποιούνταν και πειρατές. Ο Κατσώνης παράλληλα με τον αγώνα εναντίον των Τούρκων ερήμωσε την Ύδρα, ενώ με τα πειρατικά του ίδιου ο Ανδρούτσος λεηλάτησε το Τρίκερι των 4000 Ελλήνων. Επιπλέον εξαιτίας των κλεφτών χωρικοί έπεφταν θύματα αντιποίνων από τους Οθωμανούς.
Στην Πελοπόννησο το φαινόμενο είχε πάρει τεράστιες διαστάσεις. Ωστόσο αυτό που ανησυχούσε την Πύλη ήταν ότι οι Κλέφτες αποτελούσαν ισχυρά στρατιωτικά τμήματα με ελληνική συνείδηση και διάθεση για πόλεμο ανεξαρτησίας. Από το 1802 ξεκινάει ο διωγμός τους, αλλά τον Οκτώβριο του 1804 μια ομάδα κλεφτών απαγάγει τον πρωτοσύγκελο Χριστιανουπόλεως. Τόσο η Πύλη και το Πατριαρχείο όσο και οι προεστοί απαιτούσαν την καταστροφή των κλεφτών. Η δίωξή τους άρχισε το χειμώνα του 1805-6. Η κίνηση του Πατριαρχείου επηρέασε και τους χωρικούς που δεν βοηθούσαν πια τους κλέφτες. Μεικτά σώματα Ελλήνων και Τούρκων αποδεκάτισαν τους κλέφτες του Μοριά. Η σύμπραξη των Ελλήνων βέβαια έγινε σε απίστευτο κλίμα τρομοκρατίας: «άνευ αποδείξεων κι ευλόγου αφορμής, ανεσκολόπιζε, συνέτριβε τα οστά των (εννοεί υπόπτων για βοήθεια στους κλέφτες) διά σφυρών ή τους κατακερμάτιζε διά πελέκεων ή τους έψηνε ζώντας, ταύτα δε πάντα διά να μάθει η Πελοπόννησος και εμπνευσθεί ο πανικός» (Κανδηλώρος 1924).  Την ίδια τύχη είχαν λίγο αργότερα οι κλέφτες και οι αρματολοί της Θεσσαλίας, ιδίως με το θάνατο του Νικοτσάρα και του παπά Βλαχάβα το 1808.
Παράλληλα με τη ληστεία στη στεριά υπήρχε και πειρατεία στη θάλασσα. Μάλιστα πολλοί κλέφτες συνέχιζαν τη δράση τους στη θάλασσα και κάποιοι πειρατές στη στεριά. Ειδικά κατά τη 1η δεκαετία του 19ου αιώνα το φαινόμενο εντάθηκε.

Η Πύλη προσλάμβανε ένοπλα τμήματα, τους αρματολούς, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την ασφάλεια των υπηκόων και των εμπορικών δρόμων. Τα αρματολίκια, ο χώρος ευθύνης της κάθε ομάδας, μπορεί να ήταν πολύ μεγάλες εκτάσεις ενώ συχνά οι αρματολοί έχουν μεγάλη περιουσία ή κατέχουν μεγάλα κοπάδια και γη ή αποτελούν ενοικιαστές φόρων. Η κύρια πηγή αρματολών ήταν οι ίδιοι οι κλέφτες, που σταματούσαν την παρανομία και πειθαρχούν στην Πύλη. Η ανάληψη τέτοιου αξιώματος συχνά περνούσε από σκληρούς κι αιματηρούς ανταγωνισμούς.
Προς το τέλος του 18ου αιώνα, ειδικά μετά τα Ορλωφικά, στην Πελοπόννησο η αυτοκρατορία προτιμά Αλβανούς μουσουλμάνους για το ρόλο αυτό. Ωστόσο η πολύ βίαιη συμπεριφορά αυτών των ομάδων στον χριστιανικό πληθυσμό οδήγησε την Πύλη σε συνεργασία με τους τοπικούς προύχοντες να δράσουν προς την εξόντωσή τους. Έτσι λοιπόν ειδικά εκεί οι αρματολοί (κάποι) δεν ήταν έμμισθοι της Πύλης, αλλά προσλαμβάνονταν από τους ισχυρούς της περιοχής.
Ο άγνωστος συγγραφέας της ελληνικής Νομαρχίας εκτιμά ότι οι αρματολοί ήταν περισσότεροι από 10000. Αυτό το πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα μπορεί να λειτουργούσε με βάση το συμφέρον του, ωστόσο δεν απολάμβανε την πλήρη εμπιστοσύνη της Πύλης, καθώς αυτή φοβόταν ότι αυτή η δύναμη μπορεί να στραφεί εναντίον της.

Το 1774 με τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που απελευθέρωσε το εμπόριο της αυτοκρατορίας κι έδωσε το δικαίωμα στους χριστιανικούς πληθυσμούς να πλέουν ελεύθερα υπό ρωσική σημαία, έδωσε τεράστιο πλούτο στο ελληνικό ναυτικό.
Τεράστιες αλλαγές συμβαίνουν στο εμπόριο. Ενώ το 1700 η συμμετοχή του ελληνικού χώρου προς το μεγάλο λιμάνι της Μασσαλίας είναι μόλις το 4%, το 1784 είναι το 24%. Ο κυρίαρχος εμπορικός εταίρος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν η Γαλλία που είχε δημιουργήσει ένα πυκνό δίκτυο αντιπροσώπων. Μεγάλο πλήθος χριστιανών εμπόρων (οι Μπερταλήδες), υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, απέκτησαν έναντι αμοιβής, προνόμια και πλούτισαν. Πλάι σε αυτούς έδρασαν και Έλληνες έμποροι δημιουργώντας δίκτυα στην Ευρώπη κι επιβάλλοντας την ελληνική γλώσσα σαν γλώσσα εμπορίου στα Βαλκάνια. Φυσικά αυτά τα προνόμια αποκτήθηκαν από ομάδες που είχαν ήδη κάποια οικονομική δύναμη. Αυτοί οι έμποροι κατέχοντας το τοπικό δίκτυο έγιναν απαραίτητοι και σε άλλες χώρες που ήθελαν να διαθέσουν τα προϊόντα τους στους Οθωμανούς.
Οι έλληνες καραβοκύρηδες εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που τους δόθηκε, καθώς αυτοί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να εφοδιάσουν τα γαλλικά λιμάνια. Νέα λιμάνια στον Εύξεινο Πόντο έγιναν εστίες πλουτισμού των ελλήνων καραβοκυραίων. Την ίδια εποχή η Ρωσία πήρε υπό την προστασία της τρία νησιά. Την Ύδρα, τις Σπέτσες και τα Ψαρά. Αυτά τα τρία νησιά ανέπτυξαν σε τεράστιο βαθμό το στόλο τους κάνοντας μεγάλα ταξίδια και κερδίζοντας αμύθητα ποσά. Ο Υδραίος Χριστόφιλος το 1794 ταξίδεψε μέχρι τη Μαρτινίκα και την Ν. Ορλεάνη. Το 1804 ο επίσης Υδραίος Σαρκώσης πήγε τρεις φορές στην κεντρική και νότια Αμερική.
Κάποιες δυνατές νησιωτικές οικογένειες είχαν τις ίδιες αρμοδιότητες με τους προεστούς του ηπειρωτικού χώρου.
Εκτός από την μεταφορική ικανότητα τα πλοία ήταν εφοδιασμένα και με κανόνια για την αντιμετώπιση της πειρατείας. Σύμφωνα με τον Κοραή το 1803 τα νησιά διέθεταν 556 ιστιοφόρα, 131410 τόνων με πλήρωμα 16131 ανδρών και ήταν οι απόλυτοι κυρίαρχοι του εμπορίου της Αυτοκρατορίας. Το 1813 τα 613 ελληνικά σκάφη είχαν 5878 κανόνια.
Οι ναπολεόντειοι πόλεμοι κι ο ναυτικός αποκλεισμός της ηπειρωτικής Ευρώπης από τη Μεγάλη Βρετανία και η παρακμή του γαλλικού εμπορίου λόγω της γαλλικής επανάστασης και των κατοπινών πολέμων έδωσε την ευκαιρία στο ελληνικό ναυτικό να αναπτυχθεί. Πολλά ελληνικά πλοία συλλαμβάνονταν τότε από τους Άγγλους ως  ύποπτα επισιτισμού της Γαλλίας. 
Η ελληνική πνευματική ηγεσία σιγά σιγά δυνάμωνε. Τα παιδιά των πλουσίων Ελλήνων, ειδικά των φαναριωτών σπούδασαν στη Δύση. Ο δυτικός διαφωτισμός επίδρασε και στους μορφωμένους Έλληνες. Ήδη από τα μέσα του 18ου αιώνα το έργο του Ευγενίου Βούλγαρη ή του Ιώσηπου Μοισιόδακα επιδρούν στη ρωμαίικη διανόηση. Λίγο αργότερα με τον Δημήτριο Καταρτζή διαμορφώνεται και η φαναριώτικη αντίληψη για τη διακυβέρνηση, παράλληλα με τη παγίωση της συνείδησης ότι οι Έλληνες είναι οι ιστορικοί απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων. Ωστόσο αυτή η συνείδηση δεν οδηγεί αυτές τις πνευματικές ηγεσίες να υποστηρίξουν την απελευθέρωση. Τα κείμενα του Ρήγα ή η γαλλική επανάσταση καταδικάζονται, κι έτσι η πνευματική ηγεσία περιορίζεται σε θέματα εκπαίδευσης του γένους. Η απόσταση όμως των πνευματικών ηγεσιών με τον απλό λαό είναι τεράστια. Η ομολογουμένως εκρηκτική αύξηση της παραγωγής βιβλίων δεν αφορά τις περιοχές που αποτελούν σήμερα το ελληνικό κράτος. Επιπλέον το 1798 αυξάνει, από την Εκκλησία κυρίως, ο έλεγχος των βιβλίων. Δυστυχώς όμως η διάχυση της παιδείας δεν είναι αποτελεσματική. Από παλαιότερα ο κλήρος στέκεται εχθρικά στις θετικές επιστήμες και στο πολιτικό διαφωτισμό. Ο Σέργιος Μακραίος, καθηγητής της Πατριαρχικής σχολής επιμένοντας ότι η Γη είναι το κέντρο του σύμπαντος γράφει το «Τρόπαιον εκ της Ελλαδικής πανοπλίας κατά των οπαδών του Κοπέρνικου», ενώ το 1798 τυπώνεται στο πατριαρχικό τυπογραφείο η «Χριστιανική απολογία»  για να αποτελέσει το «προφυλακτικόν ιατρικόν εις εκείνους οπού Θείω ελέει ακόμη δεν έπιον το βολταιρικόν φαρμάκι». Το Πατριαρχείο καταδικάζει με εγκύκλιο το Βολταίρο και τις ιδέες του. Ο Σουγουρδής που πρωτοδίδαξε φυσική και νεότερη φιλοσοφία αφορίστηκε, η διδασκαλία του Μεθοδίου του Ανθρακίτη στην Άλγεβρα και τη Γεωμετρία αφορίστηκε, αυτός καθαιρέθηκε (ήταν Ιερέας) και κατηγορήθηκε ως άθεος, ο Ευγένιος Βούλγαρις αναγκάστηκε να διακόψει τη διδασκαλία της Φυσικής, ο Σχολάρχης Μπαλανίδης απαγόρευσε τη διδασκαλία ξένων γλωσσών γιατί αυτά τα βιβλία «σε κάνουν άθεο». Λίγα χρόνια μετά ο Κοραής ξεσπαθώνει και διαψεύδει (λίγο υπερβολικά) την αρνητική επίδραση της εκκλησίας. Πράγματι τώρα το κλίμα έχει αναστραφεί.

Εικ. 7 Αδαμάντιος Κοραής
Στις αρχές όμως του 19ου αιώνα γίνεται μία στροφή. Τα σχολεία πολλαπλασιάζονται, τα βιβλία πολλαπλασιάζονται και η αγάπη προς το ένδοξο παρελθόν δίνει στα παιδιά των Ελλήνων η στα καράβια τους αρχαία ελληνικά ονόματα. Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν η δεσπόζουσα μορφή. Ο Κοραής αναλαμβάνει και το βάρος να υπερασπιστεί την τιμή των Ελλήνων από κάποιους περιηγητές, που στα πολύ δημοφιλή βιβλία τους δυσφημούσαν τους Έλληνες. Το ίδιο κάνει κι ο Κοδρικτάς. Απαντώντας στις αιτιάσεις για αμορφωσιά των Ελλήνων γράφει (λίγο υπερβολικά επίσης): «…δεν υπάρχει πόλη, δεν υπάρχει νησί όπου δεν θα βρείτε ένα δημόσιο σχολείο για δωρεάν παιδεία με έξοδα της κοινότητας.»

Φυσικά ο πόθος για απελευθέρωση δημιουργούσε και κάποιους συνωμοτικούς πυρήνες. Στο τέλος του 18ου αιώνα ο Ρήγας Φεραίος διατράνωνε την ελληνική απελευθέρωση. Ο ανώνυμος συγγραφέας στην «Ελληνική Νομαρχία» κατακρίνει την παθητική στάση των εξεχόντων ελλήνων, όμως γενικά το ριζοσπαστικό ρεύμα δεν είναι ισχυρό.
Από τις αρχές όμως του 19ου αιώνα ιδρύονται μυστικές ομάδες. Το 1814 τρεις άσημοι έμποροι, οι Σκουφάς, Τσακάλωφ και Ξάνθος ιδρύουν τη φιλική εταιρεία. Με έντονα συνωμοτικά χαρακτηριστικά, κρυφή ιεραρχία αφήνουν να εννοηθεί πως πίσω από την αόρατη αρχή κρύβεται κάποιο πολύ ισχυρό πρόσωπο. Μέχρι το 1816 έχει μόνο 30 μέλη, όμως από τότε μυούνται πολλά νέα μέλη μεταξύ των οποίων και προεστοί ή ηγετικά μέλη ένοπλων ομάδων ή ναυτικών, πρόσωπα που πρωτοστάτησαν στην κατοπινή επανάσταση (Κολοκοτρώνης, Αναγνωσταράς, Παπαφλέσσας, Μακρυγιάννης, Κουντουριώτης, Ζαΐμης, Παλαιών Πατρών Γερμανός και άλλοι). Τελικά, ενώ στην αρχή στα μέλη της δεν υπήρχαν Φαναριώτες ή ανώτεροι κληρικοί. Η επιμονή για αποκάλυψη της αόρατης αρχής ανάγκασε, το 1820, να αναθέσουν την αρχηγεία στον Αλέξανδρο Υψηλάντη κι έτσι μυήθηκαν στην εταιρεία και ισχυρότερα πρόσωπα. Τα περιφερειακά μέλη της εταιρείας πολύ συχνά δρουν προς όφελός τους ζητώντας άμεσα ή μελλοντικά ανταλλάγματα. Με εξαίρεση την Πελοπόννησο και τα Επτάνησα τα μέλη βρίσκονται εκτός των ορίων της σημερινής Ελλάδας. Με την στρατιωτική αποτυχία του Υψηλάντη και την έναρξη της επανάστασης ο ρόλος της εταιρείας εκφυλίστηκε και τελείωσε.


Κ. Κωστής, τα κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2013 

Κ. Σάθας, η ιστορία της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, τόμος Δ΄, εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1995 

R. Clogg, Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας 1770-2000, εκδόσεις Κάτοπτρο 2003 

Σ. Παπαγεωργίου, Από το Γένος στο Έθνος, εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2005

Π. Στεφανίτσης Λευκαδίου, Επιστολαί Ι. Α. Καποδίστρια, τόμος Α΄, τύποις Κωνσταντίνου Ράλλη, Αθήνα 1841 

Ε. Κυριακίδης, Ιστορία του σύγχρονου Ελληνισμού, τόμος Α΄, Βασιλική Τυπογραφία Ν.Γ. Ιγγλέση, Αθήνα 1892 

Φ. Μπωζούρ, Πίνακας του εμπορίου της Ελλάδας στην Τουρκοκρατία (1787-1797) Εκδ. Τολίδη 1974

Κ. Σιμόπουλος, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 1800-1810, τόμος Γ1, εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1975 
Άπαντα Κολοκοτρώνη, εκδόσεις Μέρμηγκας 

Φ Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα Στερεά Ελλάδα-Αττική-Κόρινθος, εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1995 

Φ Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα Πελοπόννησος, εκδόσεις Τολίδη, Αθήνα 1995 

Ι Κολιόπουλος, Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, τεύχος Α’, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2000 

Τ. Κανδηλώρος, Ο Αρματωλισμός  της Πελοποννήσου 1500-1821, τυπογραφείο Δεναξά, Αθήνα 1924 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου