Αναγνώστες

Κυριακή 10 Μαρτίου 2019

Το πλαίσιο εξουσίας του Βυζαντινού Αυτοκράτορα

Εικ. 1 Βύζαντας
Τον 7ο π.Χ. αιώνα το μαντείο των Δελφών συμβούλευσε τους Μεγαρείς να αποικήσουν τη χώρα των τυφλών. Καθώς περνούσαν από ένα τριγωνικό ακρωτήρι στο Βόσπορο, θεώρησαν, ότι οι κάτοικοι της απέναντι Χαλκηδόνας ήταν οι τυφλοί, που ανέφερε το μαντείο, μια και αυτό το ακρωτήρι ήταν τόσο όμορφο, που μόνο κάποιοι τυφλοί δεν θα το επέλεγαν για τόπο εποικισμού. Σε αυτό το μικρό ακρωτήρι κτίστηκε το Βυζάντιο, όπου χίλια χρόνια μετά ο  Μεγάλος Κωνσταντίνος θα μετέφερε την πρωτεύουσα της πανίσχυρης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.

Εικ.2 Μέγας Κωνσταντίνος
Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, που από το 321 μετατοπιζόταν σταδιακά προς τον Χριστιανισμό, μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη, γεγονός που εκτός από τις στρατηγικές ανάγκες που ικανοποιούσε, ήταν και η απαγκίστρωση της αυτοκρατορίας από το ειδωλολατρικό παρελθόν και η πρόσδεσή της σε μια νέα θρησκεία. Έτσι, αυτή η  πολυεθνοτική κοινότητα ενοποιήθηκε βασιζόμενη στη χριστιανική θρησκεία, αλλά και αργότερα την ελληνική γλώσσα.  Εδώ λοιπόν, στη νέα πόλη, πιστευόταν, ότι η Θεία πρόνοια συγκέντρωσε την ελληνική φιλοσοφία και γλώσσα, τη ρωμαϊκή διοίκηση, ισχύ και νομική παρακαταθήκη, υπό την σκέπη της χριστιανικής ηθικής, και σαν σύνολο, όλα αυτά, θα αποτελούσαν το εργαλείο διάδοσης της χριστιανικής αλήθειας.

Εικ. 3 Αυτοκράτορας Θεόφιλος
Η ανάδειξη του αυτοκράτορα γινόταν από το στρατό, τη σύγκλητο και το λαό της Κωνσταντινούπολης, χωρίς όμως να χρειάζεται η ταυτόχρονη συμφωνία και των τριών. Μπορεί η αναγόρευση του αυτοκράτορα να ήταν η αναγκαία προϋπόθεση για τη νομιμοποίησή του, ωστόσο η στέψη από τον Πατριάρχη από τον 5ο αιώνα, κάτι που σταμάτησε μόνο κατά τη στέψη του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ του Παλαιολόγου, του απέδιδε γόητρο ημίθεου. Αξίζει να τονιστεί όμως,  ότι ο Πατριάρχης κατά τη στέψη δεν ήταν αντιπρόσωπος της Εκκλησίας, αλλά των εκλεκτόρων. 

Η προσκύνηση του αυτοκράτορα λαμβανόταν υπόψιν σαν προσκύνηση της θεϊκής επιλογής, μια και η ανάρρηση του συγκεκριμένου ανθρώπου στο θρόνο προϋπέθετε τη θεία βούληση. Σε αντίθεση με τους προηγούμενους ρωμαίους αυτοκράτορες που συχνά αυτοθεοποιούνταν, τώρα ο αυτοκράτορας είναι δούλος Θεού. Ήταν μια ιδέα αρκετά διαδεδομένη στην Ανατολή, εμπνευσμένη τόσο από την Παλαιά Διαθήκη, όσο κι από την Περσία ή την Αίγυπτο. Έτσι, ο βυζαντινός αυτοκράτορας, κυβερνά κατά μίμησιν Θεού, οδηγώντας τον λαό μέσω της ευσέβειας, στη θεογνωσία. Ωστόσο, ζωντανές παραμένουν και παλαιότερες αντιλήψεις, που λογίζουν τον αυτοκράτορα ως άριστο. Έτσι, ο αυτοκράτορας εκλέγεται από τους ανθρώπους, που, με τη μεσολάβηση του θεϊκού θελήματος, τον επιλέγουν για πνευματικό οδηγό.

Εικ. 4 Βασίλειος β΄
Στα νομίσματα ο αυτοκράτορας παύει να εμφανίζεται ως στρατιωτικός, αλλά ως θεοσεβής εγγυητής της Χριστιανοσύνης, όμως η χριστιανική εικόνα του αυτοκράτορα, η γεμάτη ευσέβεια, φιλανθρωπία, δικαιοσύνη και φιλαλήθεια, εμπλουτίζεται μετά τον 11ο αιώνα και με την εικόνα του αυτοκράτορα πολεμιστή. 

Οι εξουσίες του αυτοκράτορα ήταν απόλυτες σε όλα τα επίπεδα. Απένεμε κατά το δοκούν αξιώματα, έλεγχε τα οικονομικά και τη δικαιοσύνη, διοικούσε το στρατό, ήταν επικεφαλής της Εκκλησίας, συγκαλώντας συνόδους ή επιλύοντας θεολογικά θέματα και δεν υπόκειτο σε κάποιο πολιτειακό περιορισμό ή έλεγχο. Ωστόσο, αυτή η διακυβέρνηση περιοριζόταν σε ηθικό επίπεδο, από την ίδια τη θεϊκή της προέλευση κι έπρεπε να υπακούει σε ένα υπόδειγμα χριστιανικής συμπεριφοράς. Η άσκηση εξουσίας έπρεπε να είναι αρεστή στο θεό, καθώς ο αυτοκράτορας, βασιλεύοντας, υπηρετεί το Θεό.  Έτσι, η διοίκηση του πιστού εν Χριστώ Βασιλέα θα έπρεπε να έχει φιλάνθρωπο και χριστιανικό χαρακτήρα. Εδώ ακριβώς όμως μπαίνει η κρίση των υπηκόων, αξιωματούχων, στρατιωτικών ή της εκκλησίας για το τι είναι χριστιανικό και τι όχι κι εδώ εδράζεται όλο το σκεπτικό ελέγχου του. Ο Αυτοκράτορας λοιπόν δεν ήταν υπεράνω του νόμου, μολονότι μπορούσε να αλλάξει κάθε νόμο. Η υπακοή του στους νόμους, τούς προσέδιδε κύρος. Εξάλλου αν ο αυτοκράτορας κυβερνούσε κατά το θέλημα του Θεού, τότε και ο νόμος ήταν θέλημα Θεού και άρα η παράβασή του ήταν ασεβής πράξη. 

Εικ. 5 Ιωάννης Τσιμισκής
Η πτώση των ανατολικών περιφερειών στους Άραβες τον 7ο αιώνα υποβάθμισε τη δύναμη του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης, μια και η δογματική ομογενοποίηση έφερε τον Αυτοκράτορα απέναντι σε μικρότερης σημασίας εντάσεις, με μόνο αγκάθι τη Ρώμη, που ούτως ή άλλως, ανέκαθεν χωριζόταν από τη πρωτεύουσα λόγω αμοιβαίων υποψιών και διαφορετικών συμφερόντων . Για την Εκκλησία ο αυτοκράτορας μπορεί να ήταν η αδιαφιλονίκητη κεφαλή, αλλά δεν είχε το αλάθητο. Το Secerdorium διακρίνεται από το imperium, κάτι που εκφράζεται σε νόμο του Ιουστινιανού, κι επιβιώνει και στην εποχή του Ι. Τσιμισκή, ενώ στις τελετές του 10ου αιώνα, ο αυτοκράτορας κι ο Πατριάρχης προέβαιναν σε αμοιβαία προσκύνηση. Επιπλέον ο μοναστισμός απέκτησε, μέσω την αγάπης του λαού γι΄αυτόν, σημαντική επιρροή. Όλα αυτά ανάγκαζαν τον αυτοκράτορα να κρατάει ισορροπίες.

Εικ. 6 Νικηφόρος Φωκάς
Ο στρατός είχε βαθειά δομικό ρόλο στη συνείδηση του βυζαντινού κόσμου. Ο όρος «αυτοκράτορας» αντικατέστησε τον όρο «imperator», που απέδιδε στρατιωτική ιδιότητα στο θρόνο. Ο στρατός, που στην πράξη ήταν υπεύθυνος για την άμυνα, άρα και την προάσπιση του, εκλεκτού από το Θεό, βασιλείου, αποτέλεσε πηγή πολλών διεκδικητών του θρόνου. Η περίπτωση του Φωκά, του Λέοντος Γ΄  ή του Λέοντος Ε΄ είναι περιπτώσεις, όπου ο στρατός ή μέρος αυτού επέβαλλαν το νέο αυτοκράτορα. Η στρατιωτική πυγμή των foederati, των βαρβαρικών δηλαδή μισθοφόρων, ανέτρεψε πλήρως την εξουσία στο δυτικό τμήμα της αυτοκρατορίας.
Όσον αφορά τη σύγκλητο, της οποίας το κύρος βαθμιαία εξασθένισε, ώστε να αποτελεί ένα συμβουλευτικό όργανο, ή το αυλικό περιβάλλον, ο αυτοκράτορας δεχόταν επιρροές, οι οποίες ανάλογα με την δύναμη της βούλησής του, τού πρόσθεταν ή όχι, επιπλέον περιορισμούς. Υπάρχουν και περιπτώσεις, που κάποια συνομωσία οδήγησε σε νέο αυτοκράτορα όπως η περίπτωση του Νικηφόρου Α΄ ή του Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβέ.

Κι ο λαός είχε λόγο. Οργανωμένος σε δήμους απέκτησε μεγάλη δύναμη το 5ο-6ο  αιώνα. Ακόμα κι όταν η σημασία των δήμων εξασθένισε, η δυσαρέσκεια μπορούσε να εκφραστεί μέσω ταραχών ή εξεγέρσεων. Κατά την εκλογή του, ο αυτοκράτορας έδινε ένα είδος υπόσχεσης που τον δέσμευε ηθικά, διαδικασία που εξελίχτηκε ως όρκος στέψεως. Εκεί διαβεβαίωνε ότι θα βασίλευε στο πλαίσιο του χριστιανισμού και της φιλανθρωπίας, όπως επέβαλλε η θέση του. Η λαϊκή απαίτηση έφερε μόνο του στο θρόνο τον Κωνσταντίνο Ζ΄ ή ανέτρεψε τον Ανδρόνικο Α΄.

Γενικά, η δέσμευση του αυτοκράτορα όχι από κάποιο σύνταγμα, αλλά από την παράδοση, φαίνεται κι από το αυστηρό τελετουργικό σε κάθε περίσταση, τελετουργικό, που δεν άλλαζε, παρά την παρουσία δεκάδων αυτοκρατόρων με διαφορετική καταγωγή, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και προφανώς διαφορετικούς χαρακτήρες.

Δεν υπήρχε θεσμικός τρόπος να εκθρονιστεί κάποιος αυτοκράτορας, Σε περίπτωση κακής άσκησης της εξουσίας, κυρίως ο στρατός, αλλά και άλλες ομάδες ήταν ικανές να τον ανατρέψουν, μέσω κάποιας επανάστασης, έχοντας όμως με το μέρος τους ικανό μέρος του λαού, της συγκλήτου ή του στρατού. Αυτή η κακή άσκηση, άρα και αντιχριστιανική, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ανώτερη θεϊκή θέληση, και συνεπώς καθιστούσε τον αυτοκράτορα ακατάλληλο να συνεχίσει τα καθήκοντά του. Η επανάσταση λοιπόν στρεφόταν ενάντια στην ανθρώπινη διάσταση του Αυτοκράτορα κι όχι ενάντια στον ιερό ρόλο του θεσμού.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου