Αναγνώστες

Κυριακή 18 Αυγούστου 2019

Ο εθνικός διχασμός

Από τα τέλη Ιουλίου μέχρι και τον Αύγουστο του 1914 ένας νέος πόλεμος είχε γενικευτεί σε παγκόσμιο επίπεδο και οι αναταράξεις επηρέαζαν έντονα και την Ελλάδα. Μέχρι τις 28 Ιουνίου του 1917, που η Ελλάδα μπήκε στον πόλεμο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος (Εικ. 1) συγκρούστηκαν με σφοδρότητα. 
Εικ.1 Κωνσταντίνος Α΄ και Ελευθέριος Βενιζέλος

Μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων η Ελλάδα σχεδόν διπλασιάστηκε εδαφικά και πληθυσμιακά κι ο Βενιζέλος ήταν πολιτικά κυρίαρχος. Η δημοτικότητα του Κωνσταντίνου ήταν επίσης πολύ υψηλή, μια κι ο ρόλος του στο θρίαμβο αυτών των πολέμων μόνο ασήμαντος δεν ήταν.

Ο Κωνσταντίνος ήταν μεγάλος θαυμαστής του αξιακού συστήματος του γερμανικού μιλιταρισμού. Η ίδια η γερμανική εξωτερική πολιτική είχε σαν στόχο τη δημιουργία ενός αντισλαβικού βαλκανικού άξονα, αρκετά βολικού για την Ελλάδα. Αναφορικά με την ανάμειξη της Ελλάδας στον πόλεμο, τηρούσε ουδέτερη στάση, διότι θεωρούσε σωστά, πως η αντοχή της νησιωτικής Ελλάδας στο κυρίαρχο βρετανικό ναυτικό θα ήταν μηδαμινή. Έτσι, δεν δέχτηκε την πρόταση του Κάιζερ να προσχωρήσει στο γερμανικό άξονα τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1914.
Ο Βενιζέλος ταύτιζε τα ελληνικά συμφέροντα με αυτά της Entente και ιδιαίτερα της Αγγλίας. Πίστευε ότι αυτοί θα είναι οι νικητές και θεωρούσε ότι αν ενταχθεί η Ελλάδα σε αυτή τη συμμαχία, πιθανότατα, θα θεμελιώσει εδαφικά δικαιώματα απέναντι στους ανταγωνιστές της συμμαχίας. Ο Βενιζέλος έθετε στη διάθεση του άγγλου πρεσβευτή τον ελληνικό στρατό, αλλά η Αγγλία πιο πολύ ήλπιζε να αποσπάσει τη Βουλγαρία και την Τουρκία από τους εχθρούς της παρά να αποκτήσει τη συμμαχία της Ελλάδας.


Μετά την προσχώρηση της Τουρκίας στη συμμαχία των κεντρικών αυτοκρατοριών η πρόταση του Βενιζέλου να συμμετάσχει η Ελλάδα στην αγγλογαλλική επιχείρηση για την κατάληψη των Στενών απορρίφθηκε από τον Κωνσταντίνο. Βέβαια, η απόφαση αυτή του Βασιλιά, άσχετα με το αν αποφάσιζε ή όχι με γνώμονα τα όποια φιλογερμανικά του αισθήματα, ήταν δικαιολογημένη μια και οι επιτελείς του εύλογα σκέφτονταν ότι και η επιχείρηση είναι παράτολμη, αλλά και ότι επιπλέον, η Ρωσία δύσκολα θα άφηνε την Κωνσταντινούπολη στα χέρια της Ελλάδας. Ο Βενιζέλος παραιτήθηκε. Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε μέσω του πρίγκιπα Γεωργίου  να προσεγγίσει την Entente, όμως και πάλι φάνηκε ότι η Βουλγαρία θεωρείτο πιο σημαντική σύμμαχος και η προσφορά της Ελλάδας δεν έγινε δεκτή. Εδώ ας τονιστεί ότι η Entente εκτιμούσε ότι η προσχώρηση της Βουλγαρίας στη συμμαχία θα ανάγκαζε και την Ελλάδα και τη Ρουμανία να ακολουθήσουν και γι΄αυτό ήταν έτοιμες να δώσουν μεγάλα εδαφικά οφέλη σε αυτήν σε βάρος φυσικά τόσο της Ελλάδας όσο και της Ρουμανίας.


Εικ. 2 Δημήτριος Γούναρης
Ήδη από τις 24 Φεβρουαρίου του 1915 για τη θέση του πρωθυπουργού, αλλά και του υπουργού των στρατιωτικών ο Κωνσταντίνος επέλεξε τον Δημήτρη Γούναρη. Η θριαμβευτική επανεκλογή του Βενιζέλου το Μάιο, δεν τον επανέφερε άμεσα στην εξουσία. Ο Γούναρης με πρόσχημα τη σοβαρή ασθένεια του Βασιλιά διατηρήθηκε στην πρωθυπουργική θέση μέχρι τον Αύγουστο, όταν τελικά ανέλαβε πάλι ο Βενιζέλος. Ο Βασιλιάς όμως, δεν ήθελε να αφεθεί η εξωτερική πολιτική στα χέρια του τελευταίου και το εκλογικό αποτέλεσμα δεν ήταν αρκετό να του αλλάξει τη γνώμη. Δήλωνε πως «αι ψήφοι πρέπει να ζυγίζονται και όχι να αθροίζονται».
Γύρω από τον Γούναρη επιχειρήθηκε να σχηματιστεί ένα αντίπαλο δέος απέναντι στο Βενιζέλο, δίνοντας μεγαλύτερη προσοχή στα εργατικά στρώματα αλλά και στο εθνικό συναίσθημα. Στις εκλογές αυτές ο Γούναρης είχε κατορθώσει να λάβει 90/316 έδρες (28,5%) συσπειρώνοντας γύρω του δυνάμεις άσχετες με αυτόν. Οι δυο πρώτοι σοσιαλιστές βουλευτές Α. Σίδερης και Α. Κούριελ εξελέγησαν στη Θεσσαλονίκη με ψήφους και των βασιλικών. Επιπλέον τον Κωνσταντίνο στήριξε πεισματικά κι ο Αρχιεπίσκοπος Θεόκλητος Α΄.

Η κυβέρνηση Γούναρη κι ο Κωνσταντίνος δεν ήταν απολύτως αντίθετοι στην είσοδο της Ελλάδας στην Entente. Ωστόσο η ακατανόητη για την Entente σθεναρή τους αντίσταση στην παραχώρηση εδαφών της ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης για την ικανοποίηση της Βουλγαρίας, με την ταυτόχρονη παραχώρηση μικρασιατικών εδαφών στην Ελλάδα μετά τον πόλεμο, έδινε την εικόνα του μη σοβαρού συνομιλητή. Η ίδια η ανομοιογένεια της κυβέρνησης και η αδυναμία έκφρασης ενός σταθερού εθνικού σχεδίου πρόσφερε πολύ μεγαλύτερα περιθώρια κίνησης στο Βασιλιά κι έτσι η έκφραση της εξωτερικής πολιτικής γινόταν ζήτημα αποκλειστικά δικό του, κάτι που και ο ίδιος θεωρούσε σωστό.

Η απόφαση της Βουλγαρίας, το Σεπτέμβριο του 1915, να προσχωρήσει στο γερμανικό συνασπισμό έφερε νέα δεδομένα μια και οι ψευδαισθήσεις της Entente για προσεταιρισμό των Βουλγάρων διαλύθηκαν. Ο Βενιζέλος, για να εισέλθει επιτέλους στην Entente, ζήτησε να συνδράμει στρατιωτικά η Ελλάδα τη δοκιμαζόμενη Σερβία, τηρώντας τη μέχρι τότε ανενεργή ελληνοσερβική Συνθήκη του 1913. Η Σερβία όμως δεν μπορούσε να διαθέσει τους συμφωνημένους από την εν λόγω συνθήκη στρατιώτες κι ο Βενιζέλος πρότεινε αυτοί να αντικατασταθούν από δυνάμεις της Entente. Ο Κωνσταντίνος πρόσκαιρα δέχτηκε, αλλά όταν αργότερα υπαναχώρησε ήταν πλέον αργά. Οι αγγλογαλλικές δυνάμεις ήδη αποβίβαζαν τα πρώτα τους στρατεύματα στη Θεσσαλονίκη, λίγες μόλις ώρες πριν τη νέα αποπομπή του Βενιζέλου. 

Το πολιτικό κλίμα οξύνθηκε πολύ. Στο προσκήνιο δεν έμπαινε απλά το ερώτημα αν στις αποφάσεις των εθνικών ζητημάτων θα μέτραγε η γνώμη του Βασιλιά ή του εκλεγμένου ηγέτη, αλλά πολύ περισσότερο, αν ο Βασιλιάς έχει το ηθικό δικαίωμα να διαλύει όποτε θέλει την κυβέρνηση και να επιλέγει κάποια άλλη. Από αυτό το σημείο ο Βενιζέλος κι ο Κωνσταντίνος θα συγκρουστούν σφοδρά.

Η έξοδος του Βενιζέλου από τον επίσημο θεσμικό του ρόλο απελευθέρωσε το πεδίο αντιπαράθεσης, και αποσάρθρωσε το θεσμικό πλαίσιο διακυβέρνησης της χώρας. Έτσι, αυτή η σύγκρουση δεν περιοριζόταν πια στο κοινοβούλιο, αλλά σε εξωθεσμικά πολιτικά τεχνάσματα. Κάθε πράξη βίας ερμηνευόταν σαν δίκαιη αντίδραση κατά μιας πράξης της άλλης πλευράς και η εθνική πολιτική στόχευση αποπροσανατολίστηκε από αυτή την εμφύλια σύγκρουση.

Η Βουλή που προέκυψε μετά τις εκλογές του Δεκεμβρίου, από τις οποίες απείχε ο Βενιζέλος  ήταν φιλοβασιλική. Ο Βενιζέλος χαρακτήρισε αντισυνταγματικό το νέο κωνσταντινικό καθεστώς και η απάντηση της βασιλικής πλευράς ήταν η έναρξη διώξεων κατά των φιλοβενιζελικών.
Ήδη, από το Δεκέμβριο του 1915, ο Κωνσταντίνος ενημέρωσε τους Γερμανούς ότι δεν θα είχε πρόβλημα αν αυτοί επιτίθονταν σε στρατεύματα της Entente στο ελληνικό έδαφος. Τον Μάιο του 1916 ο βουλγαρικός στρατός καταλαμβάνει το Ρούπελ. Ο πρωθυπουργός Σκουλούδης θεωρεί την παράδοση του Ρούπελ σαν επιβεβαίωση της ελληνικής ουδετερότητας. Οι Γάλλοι αποκλείουν τα ελληνικά παράλια, ενώ νέα βουλγαρική επίθεση αποσπά το μεγαλύτερο κομμάτι της ανατολικής Μακεδονίας. Η Καβάλα παραδίδεται από το εκεί τμήμα του ελληνικού στρατού, το οποίο μεταφέρεται στο Gorlitz της Γερμανίας. Το γεγονός κλονίζει το φιλοβασιλικό στρατόπεδο, ενώ ο διχασμός διευρύνεται από τη δράση επιστράτων της μιας και της άλλης πλευράς. Τον Αύγουστο, στη Θεσσαλονίκη, δημιουργείται το κίνημα της εθνικής άμυνας και σχεδόν ταυτόχρονα στο Νότο ο φιλοβασιλικός πανελλήνιος σύνδεσμος αποστράτων. Αυτές οι ομάδες βιαιοπραγούν εναντίον των αντιπάλων τους. Οι βενιζελικοί κατηγορούνται ότι σχεδιάζουν πραξικόπημα. (Εικ.3)
Εικ. 3 Εφημερίδα «Εμπρός» 26/8/1916
Ο Βενιζέλος, τον Σεπτέμβριο, εγκαταλείπει την Αθήνα και λίγο αργότερα σχηματίζει προσωρινή κυβέρνηση στη Θεσσαλονίκη, αποφεύγοντας πάντως κάθε αμφισβήτηση του μοναρχικού πολιτεύματος. Η Entente είναι πλέον πολύ πιεστική, κάτι που ευνοεί και η στάση του Βενιζέλου, κι ο Κωνσταντίνος προσπαθώντας να διατηρήσει τις ισορροπίες, υπόσχεται να το δώσει στρατιωτικό υλικό, που ζητούν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Όταν όμως γαλλικά στρατεύματα έρχονται να το παραλάβουν βρίσκονται αντιμέτωποι με τα πυρά πολλαπλάσιων επιστράτων χάνοντας 62 άντρες. Ακολουθεί ένα τεράστιο κύμα διώξεων που σαρώνει τους βενιζελικούς· 35 νεκροί, περίπου 1000 φυλακίζονται και 500 σπίτια λεηλατούνται.
Η αντίδραση των συμμάχων είναι άμεση και προβαίνουν σε ναυτικό αποκλεισμό, που προκαλεί έντονες ελλείψεις σε σιτάρι και καύσιμη ύλη. Οι διώξεις εναντίον των βενιζελικών συνεχίζονται και πλήθος λαού και κληρικών αναθεματίζουν τον «προδότη» Βενιζέλο στο πεδίο του Άρεως. (Εικ.4,5) Φιλοβασιλικές αντάρτικες ομάδες πολεμούν εναντίον των δυνάμεων της Entente στη βόρεια Ελλάδα. Η διάλυση του στρατεύματος κατ΄απαίτηση της Entente φέρνει στο δρόμο ομάδες επιστράτων που προπαγανδίζουν τις φιλοβασιλικές θέσεις.

 
Εικ. 4 Εφημερίδα «Αθήναι» 13/12/1916

 


Εικ. 5 
Στις 11 Ιουνίου του 1917 ο Κωνσταντίνος υποχρεώνεται να παραχωρήσει το Θρόνο στον δευτερότοκο γιο του Αλέξανδρο κι ο Βενιζέλος αποκαθίσταται στη θέση του πρωθυπουργού. Προβαίνει σε σαρωτικές αλλαγές στο στρατό, την εκκλησία και τη διοίκηση, χωρίς όμως να αποφύγει κινήσεις αντεκδίκησης και τελικά καταφέρνει να εξασφαλίσει ισχυρές δυνάμεις που στο πλευρό της Entente πολεμούν τα γερμανοβουλγαρικά στρατεύματα.

Το τελικό αποτέλεσμα φαίνεται να δικαιώνει το Βενιζέλο καθώς η Ελλάδα στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων κάθισε με την πλευρά των νικητών. Μοιραία λοιπόν η διστακτικότητα του Κωνσταντίνου φαίνεται λανθασμένη. Ωστόσο, η εξαρχής συμπόρευση του πρώτου με την Entente δεν είχε και την ανάλογη ανταπόκριση. Αν λοιπόν η Ελλάδα ήταν δεδομένη σύμμαχος των τελικών νικητών, ίσως, αν η Βουλγαρία διάλεγε το ίδιο στρατόπεδο, τα οφέλη της Ελλάδας να ήταν πενιχρά. Δηλαδή, χωρίς να παραβλέπουμε ότι η ιστορία δεν γράφεται με υποθέσεις, δεν θα είναι άτοπο να πούμε ότι τα κέρδη της Ελλάδας σε μεγάλο βαθμό προήλθαν και από συγκυρίες, τις οποίες η Ελλάδα δεν μπορούσε να επηρεάσει.

Η ένταση βέβαια ίσως δεν προήλθε από καθεαυτή τη διαφωνία, αλλά από τη διαχείριση της από τον Κωνσταντίνο. Ο Βενιζέλος είχε την λαϊκή εντολή, αλλά η χάραξη της εξωτερικής πολιτικής δεν αφηνόταν στα δικά του χέρια. Την κρίσιμη στιγμή βέβαια, τότε που ο διχασμός κορυφώθηκε με την είσοδο της Βουλγαρίας στον πόλεμο,  η εκλογική επιρροή του Βενιζέλου είχε ελαττωθεί. Είναι δύσκολο να γίνουν υποθέσεις, αλλά η διάθεση του Βενιζέλου να «παζαρέψει» ελευθερωμένα εδάφη στις διαπραγματεύσεις με την Entente, η αντιπαλότητα της Εκκλησίας με τον βουλγαρικό παράγοντα, η κόπωση από τους συνεχείς πολέμους και οι αρχικές αποτυχίες των Αγγλογάλλων στο πεδίο της μάχης μάλλον είχαν υποσκάψει αρκετά την δημοτικότητά του τουλάχιστον στη Βόρεια Ελλάδα. Το βέβαιο πάντως είναι ότι η επιμονή του Βασιλιά οδηγούσε τους θεσμούς στα όριά τους και σίγουρα προς μία κατεύθυνση που απαξίωνε τον κοινοβουλευτισμό.
Τα αίτια διχασμού όμως είναι βαθύτερα από τη διαμάχη για την ακολουθητέα στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο πολιτική. Μετά το κίνημα στου Γουδή, η κυριαρχία του Βενιζέλου στην πολιτική έφερε στο παρασκήνιο την παλαιά πολιτική ελίτ, που αμέσως μετά τη διαφωνία Κωνσταντίνου – Βενιζέλου έσπευσαν να συσπειρωθούν γύρω από το θρόνο. Τον ίδιο δρόμο ακολουθούσε και η παλαιά κοινωνική ελίτ η οποία αντιμετώπιζε τον ανταγωνισμό μιας ανερχόμενης αστικής τάξης. Επιπρόσθετα, μετά το τέλος των βαλκανικών πολέμων, που διπλασίασαν σχεδόν τόσο τον πληθυσμό, όσο και την έκταση της Ελλάδας στον πολιτικό ανταγωνισμό προστέθηκε και η ανάγκη εκπροσώπησης αυτών των προσφάτως προσαρτημένων επαρχιών.

Τα πολιτικά στρατόπεδα λοιπόν είχαν και παλαιότερους λογαριασμούς να δώσουν. Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα της «Εστίας» λίγο πριν τις εκλογές του Μαΐου του 1915: «Όσοι εφαντάστησαν ότι η επανάστασις του 1909 ηδυνήθη να θάψει διά παντός πολιτικά ήθη εις α ώφειλεν η Ελλάς την έκπτωσίν της και την ταπείνωσιν και την εξουθένωσιν, εις ην είχε περιέλθει, επλανήθησαν…και από τους λάκκους, όπου είχαν ταφή και σκεπασθή με απολυμαντικόν ασβέστι εξηγέρθησαν…»

Ο εθνικός διχασμός δημιούργησε κρίσιμες ρωγμές στον ελληνικό λαό και οι συνέπειες φάνηκαν λίγα χρόνια μετά, όταν ο ελληνισμός παρά τη θριαμβευτική πορεία της δεύτερης δεκαετίας του 20ου αιώνα, βίωσε τον ανείπωτο πόνο της μικρασιατικής καταστροφής.






Dakin Douglas, Η ενοποίηση της Ελλάδας, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2012 

 Χατζηιωσήφ Χρήστος, Όψεις πολιτικής και οικονομικής ιστορίας 1900-1940, εκδόσεις Βιβλιόραμα, Αθήνα 2009 

Hering Gunnar, τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα 1821-1936, εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα 2004

Αλιβιζάτος Νίκος, το Σύνταγμα και οι εχθροί του, εκδόσεις ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2011

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου