Αναγνώστες

Τετάρτη 28 Αυγούστου 2019

Η Εικονομαχία

Η εικονομαχία στο Βυζάντιο χαρακτήρισε τον 8ο και 9ο αιώνα. Η έντασή της σε θεολογικό, πολιτικό, κοινωνικό ή και καλλιτεχνικό επίπεδο άφησε έντονα σημάδια. Τα εικονίσματα στο θεοκρατικό Βυζάντιο δεν ήταν μια απλή εικαστική απεικόνηση των Ιερών προσώπων, αλλά κάτι πολύ περισσότερο όπως θα δούμε. Αυτή η απεικόνηση όμως θα πυροδοτούσε μια υπεραιωνόβια σύγκρουση.

Η επικράτηση του Χριστιανισμού έγινε βαθμιαία και καθυστέρησε στις αγροτικές περιοχές. Αυτή η επικράτηση δεν συνέβη χωρίς την επιβίωση παλαιότερων λατρευτικών συνηθειών. Η λέξη paganus, που σήμαινε τον αγρότη της Αυτοκρατορίας άλλαξε νόημα και σήμαινε απαξιωτικά τον ειδωλολάτρη. Αυτοί οι ειδωλολάτρες εκχριστιανίστηκαν κρατώντας, λίγο ή πολύ, κάποια παγανιστικά στοιχεία της παλαιάς θρησκείας. Αυτή η τάση, όπως θα δούμε, μεταφέρεται στη χριστιανική αγιογραφία και φτάνουμε στο σημείο κάποιες εικόνες να γίνονται αντικείμενα λατρείας ή ακόμα περισσότερο κάποιες θεωρούνται αχειροποίητες, ενώ δεν είναι ασυνήθες να χρησιμοποιούνται και σαν νονοί σε βαπτίσεις. Η λατρεία στις εικόνες επεκτεινόταν και σε ιερά λείψανα ή αντικείμενα, όπως το φόρεμα και η ζώνη της Παναγίας, που θεωρείτο Παλλάδιο της Πόλης και περιφέρονταν μαζί με εικόνες στα τείχη της Πόλης όταν αυτή πολιορκείτο.

Ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού των ανατολικών κυρίως επαρχιών αποδοκίμαζε τις εικόνες. Εικονοκλαστικές τάσεις υπήρχαν έντονες από πιο πριν. Ο περιηγητής Arculf περιγράφει την καταστροφή μιας εικόνας από φανατικό πλήθος στην Κωνσταντινούπολη, ο Πατριάρχης Γερμανός Α΄ εκφραζόταν ανοιχτά εναντίον τους σε επιστολές περί το 720, ενώ στα τέλη του 7ου αιώνα έντονη εικονοκλαστική δραστηριότητα υπήρχε στη Φρυγία, την Αρμενία και τις γειτονικές περιοχές.

Από το τέλος του 7ου αιώνα, στον ισλαμικό κόσμο, απαγορεύεται ο σταυρός κι από τις αρχές του 8ου η εικονογράφηση ακόμα και ζώων. Η πολιτιστική όσμωση με τους ισλαμικούς πληθυσμούς στα ανατολικά όρια της Αυτοκρατορίας, ίσως αποτέλεσε ένα ερέθισμα για την ανεικονική θεώρηση της λατρείας, θεώρηση θεμελιώδης για το Ισλάμ, χωρίς όμως η επικράτηση των Αράβων σε αυτές τις περιοχές να ανακινήσει αντιδραστικά μια απόρριψη αυτής της αραβικής σκέψης. Τουναντίον, η επικράτηση των Αράβων στις ανατολικές επαρχίες θεωρήθηκε από τους υποστηρικτές την ανεικονικής λατρείας ότι ήταν μια τιμωρία για την παρέκκλιση των Βυζαντινών στην ειδωλολατρία.

Η περίοδος πριν την εικονομαχία ήταν η ως τότε πιο ταραγμένη περίοδος του Βυζαντίου. Ο αραβικός κίνδυνος αμφισβητούσε όχι μόνο τα ανατολικά θέματα αλλά και την ίδια την πρωτεύουσα. Η ορμητικότητα των Αράβων ήταν τρομακτική. Μετά την κατάληψη της Μέκκας το 630 και το θάνατο του Μωάμεθ δύο χρόνια αργότερα, μέχρι το 642, κατακτούν κι εξισλαμίζουν την Περσία, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη και τη Συρία,  το 648 τη βόρεια Αφρική, ενώ το το 673 επί μια πενταετία πολιορκούν την ίδια την Κωνσταντινούπολη.  

Στις 25 Μαρτίου του 717 ο Λέων ο Ίσαυρος γίνεται αυτοκράτορας σε μια κρίσιμη περίοδο. Τον δεκαπενταύγουστο, ένας τεράστιος στρατός 80.000 Αράβων βρίσκεται έξω από τα τείχη της Πόλης και 15 μέρες μετά 1800 πλοία ενισχύουν την αραβική δύναμη. Η 2η αραβική πολιορκία της Πόλης ξεκινά, αλλά καταλήγει σε ολοκληρωτική ήττα των Αράβων και ο Λέοντας που δεν ήταν ούτε 30 ετών σώζει την αυτοκρατορία. Ο κίνδυνος όμως δεν είχε περάσει. Εξάλλου εκτός από τους Άραβες ήταν και οι Βούλγαροι που εποφθαλμιούσαν την Πόλη.

Εικ. 1
Ο Λέων, έχοντας κι ο ίδιος καταγωγή από την Ανατολή, στην αρχή δεν απορρίπτει τις εικόνες, αλλά σίγουρα κρατά αποστάσεις. Εξάλλου η εικόνα της Παναγίας περιφερόταν στα τείχη στην αραβική πολιορκία. Απέβλεπε όμως σε μια ιερότερη διαπαιδαγώγηση του λαού, μακριά από την, ίσως με ειδωλολατρική χροιά,  λατρεία των εικόνων και τήρησε εχθρική στάση απέναντι στο φαινόμενο. Συμμεριζόταν την απέχθεια των Σημιτών για οτιδήποτε θυμίζει ειδωλολατρία και θεωρούσε τη λατρεία των εικόνων παραβίαση της 2ης εντολής («Ου ποιήσεις σεαυτώ  είδωλον, ουδέ παντός ομοίωμα.. ου προσκυνήσεις αυτοίς, ουδέ μη λατρεύσεις αυτοίς»)Η θέση αυτή είχε σημαντικό παρελθόν. Ο Ευσέβιος Καισαρείας είχε επιτιμήσει την αδερφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, όταν είχε ζητήσει από αυτόν μία εικόνα κι ο ίδιος ο άγιος Επιφάνειος Κύπρου είχε σκίσει ένα εικονογραφημένο παραπέτασμα. Ο αντίλογος του Μεγάλου Βασιλείου ή του Λεόντειου Νεαπόλεως είχε καταγραφεί· η άρνηση απεικονίσεως ισοδυναμούσε με άρνηση της ενσαρκώσεως του Χριστού.

Για 9 χρόνια ο Λέων ήταν αδρανής ως το 725, που εξέλαβε μια ηφαιστειακή έκρηξη στη Σαντορίνη ως θεϊκή δυσαρέσκεια για αυτή του την αδράνεια. Άρχισε, χωρίς αποτέλεσμα, ομιλίες εναντίον των εικόνων.  Το 726 έδωσε εντολή να καταστρέψουν την σημαντικότερη εικόνα της πόλης, αυτή του Χριστού που βρισκόταν πάνω από τις πόρτες της ανατολικής εισόδου του παλατιού, ενέργεια, που ξεσήκωσε τέτοια οργή που έξαλλος όχλος σκότωσε επί τόπου τον επικεφαλής της ομάδας που ανέλαβε να εκτελέσει την εντολή. Οι υπήκοοι της δυτικής αυτοκρατορίας ήταν έτοιμοι να υπερασπιστούν την ελληνορωμαϊκή τους παράδοση και το έπραξαν, ανεπιτυχώς, μέσω μιας επανάστασης του ναυτικού που στελεχωνόταν από εικονολάτρες νησιώτες. Ο Πάπας επίσης αντέδρασε. Ο Λέων τού αφαίρεσε τη δικαιοδοσία της Σικελίας, της νοτίου Ιταλίας και του Ιλλυρικού. Και  ο κλήρος όμως δεν θα δεχόταν την αναβάθμιση του Λέοντα σε υπέρτατη αυθεντία επί θεολογικών ζητημάτων.

Το πρώτο «εικονομαχικό» διάταγμα ήρθε το 730· όλες οι εικόνες έπρεπε να καταστραφούν (Έπρεπε πάντως να περάσουν 37 χρόνια για να αφαιρέσει ο Πατριάρχης Νικήτας την εικονιστική τέχνη από τα πατριαρχικά διαμερίσματα). Ο Πατριάρχης Γερμανός αρνήθηκε να το υπογράψει, ο Πάπας Γρηγόριος Γ΄ αφόρισε όσους καταστρέφουν ιερά αντικείμενα και πολλοί κληρικοί έφυγαν για τη Δύση κρύβοντας εικόνες στα ράσα τους. Πολλές εικόνες καταστράφηκαν και μοναστηριακές περιουσίες δημεύτηκαν. 

Ο θάνατος του Λέοντα το 741 άφησε την αυτοκρατορία σε μια πρωτοφανή διχόνοια. Με ένα μικρό διάλειμμα 16 μηνών, ο γιος του Λέοντα, Κωνσταντίνος Ε΄ έγινε αυτοκράτορας και έδειξε μεγάλες στρατιωτικές αρετές. Κοντά 70 χρόνια μετά παρακαλούσαν πάνω από τον τάφο του να αναστηθεί για να αντιμετωπίσει τους Βουλγάρους. Ο Κωνσταντίνος Ε΄ ήταν κι αυτός πολέμιος των εικόνων υιοθετώντας μια πιο συντηρητική οπτική στο ζήτημα, άσχετα αν κι ο ίδιος συμβουλευόταν αστρολόγους πριν επιτεθεί εναντίον των εχθρών του.  Μέχρι να διευθετήσει τις απειλές στα σύνορα ακολούθησε ήπια πολιτική, αλλά όταν αισθάνθηκε ασφαλής, συνέχισε το εικονοκλαστικό έργο του πατέρα του. Με τη σύνοδο της Ιέρειας το 754 θεωρήθηκε ότι οι εικονολάτρες είτε περιορίζουν την άπειρο φύση του Χριστού είτε διαχωρίζουν τις κανονικά αχώριστες φύσεις του, και η λατρεία των εικόνων χαρακτηρίστηκε αίρεση. Δεν προσκάλεσε όμως αντιπροσώπους ούτε από την Αλεξάνδρεια, την Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, ούτε από τη Ρώμη μια και δεν υποστήριζαν την εικονομαχία. Πολλοί μοναχοί λιθοβολήθηκαν, ακρωτηριάστηκαν ή αναγκάστηκαν να νυμφευτούν και να εγκαταλείψουν το μοναχισμό. Το 765 ένας πλήθος μοναχών αναγκάστηκε να παρελάσει στον Ιππόδρομο συνοδεύοντας μια πόρνη. Η πάταξη του μοναχισμού εξυπηρετούσε κι άλλους σκοπούς. Η Μικρά Ασία ήταν ερειπωμένη (Η πανώλη του 745-7 ανάγκασε το 1/3 του πληθυσμού να φύγει) και χρειαζόταν κόσμος να καλλιεργήσει τα κτήματα και να συμμετάσχει στην άμυνα των συνόρων. Τα μοναστήρια είχαν πολλαπλασιαστεί και έλκυαν το πολύτιμο για την αυτοκρατορία ανθρώπινο δυναμικό.

Εικ.2
Φυσικά, υπήρχαν και αντιδράσεις με κυριότερη αυτή του Ιωάννη Δαμασκηνού (Εικ.2), του οποίου οι ομιλίες, θα αποτελέσουν βάση της εικονολατρικής ρητορικής, αλλά του Αγίου Στεφάνου του νεώτερου, που θανατώθηκε από τον όχλο.

Ο γιος του Λέων Δ΄ τον διαδέχτηκε το 775, αλλά όταν πέθανε κι αυτός, το 780, η σύζυγός του Ειρήνη η Αθηναία, που ήταν εικονολάτρης, έγινε αυτοκράτειρα, παρά τις έντονες αντιρρήσεις του στρατού των ανατολικών εικονοκλαστικών επαρχιών. Το 786 στην Κωνσταντινούπολη και το 787 στη Νίκαια, μέσα σε συγκρουσιακό κλίμα, η εχθρότητα απέναντι στις εικόνες αμβλύνθηκε και έγινε η εικονολατρία δεκτή ως  απόδοση τιμών προς στις εικόνες. Τώρα η απειλή του αφορισμού αφορούσε αυτούς που θα εμπόδιζαν κάτι τέτοιο. Το 790 ο στρατός εκθρόνισε την Ειρήνη κι ο γιος της Κωνσταντίνος πήρε τα σκήπτρα. Ωστόσο μέσα σε 5 χρόνια η Ειρήνη επανήλθε τυφλώνοντάς τον. Η εχθρότητα τώρα του στρατού των ανατολικών επαρχιών κορυφώθηκε. Η πτώση της Ειρήνης ήρθε το 802, όταν φάνηκε ότι θα αποδεχόταν την πρόταση για γάμο του, άξεστου στα μάτια των βυζαντινών, Καρλομάγνου, η στέψη του οποίου είχε επιφέρει ένα συντριπτικό τραύμα στο γόητρο της Βασιλεύουσας.

Εικ. 3
Η Ειρήνη (Εικ. 3) άφησε την Αυτοκρατορία σε οικτρή κατάσταση. Ο Νικηφόρος Α΄ που τη διαδέχτηκε, εκτός από τα ψυχολογικά φορτία του διαμελισμού της Αυτοκρατορίας είχε να ξαναστήσει το  Βυζάντιο στα πόδια του. Έλαβε σκληρά οικονομικά μέτρα, ιδιαίτερα εναντίον των, πιστών στην Ειρήνη,  μοναχών που αντιμετωπίζονταν σαν σκλάβοι. Εκτός από την ανάταξη των οικονομικών ο Νικηφόρος αποκατέστησε, έστω και με υποχρεωτική μετεγκατάσταση Ελλήνων, την πληθυσμιακή ελληνικότητα της σλαβοκρατούμενης σημερινής Ελλάδας (Τώρα γίνονται και οι πρώτες προσπάθειες εκχριστιανισμού και εκχριστιανισμού των Σλάβων)  και ασχολήθηκε με τον βουλγαρικό κίνδυνο, ώσπου έχασε το 811, τη ζωή του σε μια ολέθρια εκστρατεία. Ο Μιχαήλ Α΄ Ραγκαβές τον διαδέχτηκε για μόλις δύο χρόνια.

Εικ.4
Ο επόμενος αυτοκράτορας, ο Λέων Ε’ ο Αρμένιος έμεινε στο θρόνο μέχρι το 820. Ο Λέοντας ασπάστηκε το εικονοκλαστικό στρατόπεδο για διαφορετικούς λόγους από ότι ο συνονόματός του 88 χρόνια πριν. Προσπάθησε να προσεταιριστεί τα φτωχά στρώματα που υπέφεραν από την πολιτική της εικονόφιλης Ειρήνης και τα επίσης εικονοκλαστικά ανώτερα στρατιωτικά στρώματα. Επί βασιλείας του έγινε και μια μεθοδική προσπάθεια να βρεθούν στις Γραφές και τα πατερικά κείμενα στοιχεία υπέρ της εικονοκλασίας. Η καταστροφή των εικόνων αυτή την περίοδο είναι ανυπολόγιστη,και η αντίδραση, ειδικά των μοναχών, σφοδρή. Ο Θεόδωρος Στουδίτης (Εικ.4) αναδεικνύεται σε ηγετική μορφή του μοναχισμού: «…Μην καταστρέφεις την τάξη της εκκλησίας… όπως λέγει κι ο Απόστολος: έδωσε αποστόλους, προφήτες, ευαγγελιστές και ποιμένες και διδασκάλους για την τελειοποίηση της πίστεως… δεν αναφέρει και αυτοκράτορες».. Ο Λέων απάντησε επιβάλλοντας σιωπή στους μοναχούς για θέματα πίστεως και οι μοναχοί κρατώντας τις απαγορευμένες εικόνες διαμαρτυρήθηκαν.

Ο Μιχαήλ Ψελλός συνωμότησε εναντίον του Λέοντα, τον δολοφόνησε και αναγορεύτηκε αυτοκράτορας το 820. Ο Μιχαήλ οριακά μπόρεσε να επιβιώσει από τη στάση εικονολατρών, που, με όχι αμιγή θρησκευτικά κίνητρα, μια κι ο Μιχαήλ αν και εικονοκλάστης είχε φερθεί ήπια, πολιόρκησαν για ένα χρόνο την Κωνσταντινούπολη.

Ο γιος του Θεόφιλος που τον διαδέχτηκε μέχρι το 842, καλλιεργημένος μα και ικανός στρατιωτικός, υπήρξε δημοφιλής και η αυτοκρατορία ήκμασε. Θαυμαστής της ισλαμικής τέχνης φαίνεται λογικό που ασπαζόταν τις εικονοκλαστικές ιδέες, χωρίς όμως να τις επιβάλλει φανατικά (τιμωρίες βέβαια υπήρχαν όπως ο βασανισμός και στιγματισμός των αδερφών Γραπτών ή ο καυτηριασμός των χεριών του αγιογράφου Λαζάρου). Η δημόσια λατρεία των εικόνων απαγορευόταν, αλλά ειδικά στην επαρχία τα πράγματα ήταν πιο ελεύθερα.

Κατά την εικονομαχική περίοδο ο εκκλησιαστικός διάκοσμος γίνεται ανεικονικός με επιβιώσεις από την παλαιοχριστιανική διακοσμητική, την περσική, σημιτική ή αραβική τέχνη ή την κλασσική παράδοση. Παράλληλα όμως αναπτύσσεται και μια κάπως απαγορευμένη λαϊκή τέχνη, επηρεασμένη από τα μοναστήρια, που αργότερα θα επιβληθεί.

Μαζί με το θάνατο του Θεόφιλου, το 842, τελείωσε και η εικονομαχία. Η σύζυγός του Θεοδώρα,  εκτελώντας χρέη αντιβασιλέα του δίχρονου γιου της, κινούμενη πολύ πιο προσεκτικά από την Ειρήνη αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων στην οικουμενική σύνοδο του 843. Οι νέοι νικητές δεν κινήθηκαν τιμωρητικά εναντίον των εικονοκλαστών, τουναντίον η μετάβαση έγινε ήπια.

Εικ. 5 Η Εικόνα του Θριάμβου της Ορθοδοξίας 
Η εικονομαχία δεν ήταν ένα ξαφνικό γεγονός. Η αυτοκρατορία βρισκόταν σε κίνδυνο. Ο Λέων, νικητής στη σύγκρουση με τους Άραβες εφάρμοσε μια δίκαιη και δημοφιλή πολιτική που προστάτευε τους αδυνάτους. Εξάλλου μόνο η αλληλεγγύη προς τις αδύναμες ομάδες θα δημιουργούσε την απαραίτητη εθνική ομοψυχία, που ήταν απαραίτητη για την αναχαίτιση της αραβικής απειλής. Έτσι η βαρύτητα διδόταν τώρα στους μέχρι τότε παραμελημένους αγροτικούς πληθυσμούς του ανατολικού κομματιού της αυτοκρατορίας, τις μόνες δηλαδή διαθέσιμες εφεδρείες, μια και το βαλκανικό της κομμάτι πιεζόταν από τους Σλάβους. Έτσι η εικονομαχία ήταν μια αντίδραση της αυτοκρατορίας για την επιβίωσή της, καθώς έπρεπε να ανακινήσει τα στρατιωτικά της αποθέματα. Η αντίδραση αυτή φαίνεται κι από τον διαχωρισμό των επαρχιών σε θέματα, διοικητικές δηλαδή μονάδες με στρατιωτικό επικεφαλής. Η στρατικοποίηση της αυτοκρατορίας φαίνεται κι από την αρχή της υιοθέτησης οικογενειακών ονομάτων, φαινόμενο που αφορούσε κυρίως οίκους στρατιωτικών.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι τα κίνητρα δεν μπορούσαν να είναι και πνευματικά ή δεν επρόκειτο για μια αντιπαράθεση με τον υπερτροφικό μοναχισμό. Σίγουρα πάντως η εικονολατρία είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις. Η λατρεία των εικόνων αναπτύχθηκε πολύ το 6ο κι 7ο αιώνα. Συχνά τους αποδίδονταν μαγικές ή εξορκιστικές ιδιότητες σε βαθμό που θύμιζαν όντως αντικείμενα ειδωλολατρίας. Στη δεύτερη σύνοδο της Νίκαιας οι ίδιοι οι Πατέρες είχαν συντάξει κατάλογο θαυματουργών εικόνων. Επιπλέον η μαγεία, από τον 6ο αιώνα, μολονότι επίσημα διωκόταν, είχε μεταφερθεί από τον ειδωλολατρικό χώρο και στο χριστιανικό. Αυτή η διείσδυση αφορούσε και τα ανώτερα στρώματα, όπως πιθανόν ο Ιουστινιανός ή η Θεοδώρα, ή και τον κλήρο. Φυσικά και ο λαός ήταν επιρρεπής σε μαγικές δοξασίες (όπως όταν λίγο πριν την επίθεση των Αράβων το 717 θυσίασαν σε μια επαρχιακή πόλη ένα μωρό προκειμένου να αναχαιτιστούν οι μουσουλμάνοι).

Ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ε΄ δεν επιτέθηκε συνολικά εναντίον των μοναχών. Η επίθεσή του επικεντρώθηκε μόνο εναντίον αυτών που τον πολεμούσαν, αλλά κι εναντίον των μοναχών που χρησιμοποιούσαν τη θρησκεία για να πλουτίσουν και ιδιαίτερα εναντίον αυτών που έμπλεκαν στη θρησκεία  στοιχεία μαγείας. 

Ας σημειώσουμε ότι η μοναστική κουλτούρα κυριαρχούσε τον 7ο αιώνα.
Ούτε βέβαια μπορούμε να ισχυριστούμε ότι οι εικονομάχοι ήταν προσηλωμένοι σε μια πνευματική καθαρότητα. Ο Μιχαήλ Ψελλός για να αποκτήσει κληρονομικό δικαίωμα στο θρόνο νυμφεύτηκε τη μοναχή Ευφροσύνη, μοναδική κόρη του Κωνσταντίνου ΣΤ΄ (Μάλλον με το ζόρι μια και μετά το θάνατο του Ψελλού επέστρεψε χαρούμενη στο μοναστήρι)ο τελευταίος εικονομάχος Πατριάρχης, ο Ιωάννης Γραμματικός, όταν καθαιρέθηκε και αποσύρθηκε στη βίλα του στο Βόσπορο ασχολήθηκε με τη μελέτη της νεκρομαντείας, ενώ ο επίσης εικονομάχος πατριάρχης Παύλος, λίγο πριν πεθάνει, θεώρησε ότι οι θεολογικές του πλάνες ήταν υπεύθυνες για την αρρώστια του.

Όμως μετά από αυτή την αιωνόβια σύγκρουση πλανιόταν στην ατμόσφαιρα ένας νέος ανθρωπισμός,απομακρυσμένος από τη μυστηριακή εσωτερικότητα της Ανατολής κι ο λαός λαχταρούσε τις εικόνες που είχε στερηθεί για 100 περίπου χρόνια.
Η αυστηρή και βαθύτερης πνευματικότητας ανεικονική αντίληψη ίσως τελικά να υπέκυψε  στη δύναμη των μοναχών ή στην παραλλαγμένη αλλά σίγουρα ζωντανή ελληνορωμαϊκή παράδοση, ίσως στην ανάγκη για προσαρμογή της Θρησκείας, ώστε να εξυπηρετεί και να εκφράζει τις μεταφυσικές αναζητήσεις του απλού λαού.
Αυτό που αποδείχτηκε ήταν ότι ο ιερός αυτοκράτορας, ο εκλεκτός του Θεού, δεν μπορούσε να επιβάλλει μια θεολογία που αντιπαθούσε ο λαός.



Norwich J.J. Σύντομη ιστορία του Βυζαντίου, εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 1999 

Καραγιαννόπουλος Ι. Το βυζαντινό κράτος, εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001 

Talbot Rice Tamara Ο δημόσιος και ιδιωτικός βίος των Βυζαντινών, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2006 

Runciman Steven, ο βυζαντινός πολιτισμός, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2016  
Runciman Steven, Η βυζαντινή θεοκρατία, εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 1982  
Angold M. Βυζάντιο, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 2003 

N.H. Baynes, H.SYT.L.B. Moss, εισαγωγή στο βυζαντινό πολιτισμό, εκδόσεις Παπαδήμα, Αθήνα 2004 

Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, η πολιτική ιδεολογία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2014 


Βακαλούδη Α. Η μαγεία ως κοινωνικό φαινόμενο στο πρώιμο Βυζάντιο, εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα 2001 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου